LOGO IM 15

Στο κατώφλι μιας κοινωνίας που δεν «κοινωνεί»

    Ο  τίτλος της εισήγησής μου φαίνεται υπαινικτικός και απαιτεί σίγουρα μια εννοιογράφηση ώστε να γίνει σαφής. Αναφέρεται, λοιπόν, στους νέους οι οποίοι βρίσκονται στο κατώφλι της πλήρους ένταξης στην κοινωνία, η οποία όμως τους αρνείται το «κοινωνείν», δηλαδή αδυνατεί να τους μυήσει στην εμπειρία της σχέσης, στο άθλημα της συνύπαρξης. Το πώς αποτυπώνεται αυτή η δυσαρμονία στη διαδικασία της κοινωνικοποίησης, θα προσπαθήσω να περιγράψω με οδηγό την εμπειρία μου από τη θέση του εκπαιδευτικού και διευθυντού του στο 2 ΓΕΛ Αιγίου. Δεν θα περιοριστώ όμως στην αποτύπωση της πραγματικότητας αλλά θα αποτολμήσω και μια γενικότερη ερμηνεία,  η οποία, όπως κάθε ερμηνεία άλλωστε, ενέχει  πάντα το ενδεχόμενο της διάψευσης.   

    Η θέση του διευθυντού σε ένα σχολείο είναι δύσκολη όχι τόσο λόγω του φόρτου εργασίας, όσο των προκλήσεων με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπος καθημερινά και οι οποίες αφορούν τις σχέσεις μεταξύ καθηγητών και μαθητών, μεταξύ μαθητών αλλά και μεταξύ εμού και των διδασκόντων. Θα αφήσω τις τελευταίες ( οι οποίες εξάλλου ρυθμίζονται από νόμους και διατάξεις) και θα επικεντρωθώ στις δύο πρώτες που σχετίζονται με τους νέους. Όχι ότι δεν υπάρχουν εγκύκλιοι, ΦΕΚ κλπ που ρυθμίζουν κι αυτές τις σχέσεις, αλλά καμία σχέση που αφορά νέους, δεν είναι δυνατόν να εγκλωβιστεί και να προβλεφθεί στις γραμμές μιας εγκυκλίου. Το «οπλοστάσιο» ενός εκπαιδευτικού λοιπόν είναι ανεπαρκές από την άποψη αυτή. Προφανώς χρειάζονται διαφορετικοί χειρισμοί και  άλλες δεξιότητες για τη διαχείριση αυτών των προκλήσεων.

   Κάθε μέρα σχεδόν καθηγητές στέλνουν στο Γραφείο μαθητές για ανάρμοστη συμπεριφορά απέναντί τους ή για κάποιο επεισόδιο ανάμεσα σε μαθητές το οποίο πρέπει να διερευνηθεί ή για τη χρήση του κινητού και άλλων τέτοιων μέσων επικοινωνίας και διασκέδασης.  Στις περιπτώσεις αυτές το γραφείο ενός διευθυντή αποτελεί το χώρο που είτε θα επιλυθεί το πρόβλημα είτε θα παραπεμφθεί στο Σύλλογο Διδασκόντων και έτσι θα λάβει μεγαλύτερη έκταση με συνέπειες για το μαθητή και τη θέση του στο μαθητικό πληθυσμό. Επιλογή μου είναι η πρώτη (εκτός βέβαια αν πρόκειται για κάτι πολύ σοβαρό) και θα την τεκμηριώσω παρακάτω.

   Πρώτον, σχηματίζω άμεση αντίληψη του γεγονότος ακούγοντας τον εκπαιδευτικό και το μαθητή. Δεύτερον, το επεισόδιο δεν λαμβάνει έκταση στη σχολική κοινότητα και ο μαθητής δεν εκτίθεται τόσο ώστε να γίνει θέμα συζήτησης. Τρίτον, μπορώ να μιλήσω με το μαθητή, να τον ακούσω. Αν και φαίνεται αυτονόητο, είναι πολύ σημαντικό να ακούς τι έχει να σου πει ο μαθητής. Μέσα από τη διήγηση του αποκαλύπτονται πλευρές της ζωής του που –δεν δικαιολογούν βέβαια την πράξη του- μπορούν όμως να την ερμηνεύσουν. Ομολογώ ότι αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον μέρος της δουλειάς μου στο οποίο νομίζω ότι μπορώ να προσφέρω, καθώς οι σχέσεις με τους μαθητές έτσι αποκτούν ουσία και αυτοί καταλαβαίνουν ότι πάντα θα υπάρχει κάποιος για να τους ακούσει.

  Στη συνέχεια θα έλθω σε επικοινωνία με τους γονείς του μαθητή/τριας. Και στο σημείο αυτό αρχίζει σχεδόν πάντα να εκτυλίσσεται ένας διάλογος ο οποίος ανεξάρτητα από την αιτία, καταλήγει σε έναν μονόλογο εκ μέρους του κηδεμόνα. Όταν μάλιστα καλείται να έλθει στο σχολείο, είτε δεν θα έλθει ποτέ είτε θα έλθει με μεγάλη καθυστέρηση. Σπάνια υπάρχει άμεση ανταπόκριση.  Όταν τελικά θα με επισκεφτεί στο γραφείο, έχει έτοιμη την επιχειρηματολογία: είναι παιδί και λόγω του covid καταπιέστηκε στο σπίτι και τώρα ξεδίνει-ο καθηγητής είναι υπεύθυνος-οι άλλοι τον ενοχλούν- εσείς τί κάνατε για να το αποτρέψετε κλπ. Έχοντας συνηθίσει σε τέτοιου είδους αντιδράσεις, τους ακούω και στη συνέχεια θέτω πάντα την εξής ερώτηση: αν συζητούν με το παιδί τους και πότε. Μια φορά την ημέρα, μια φορά την εβδομάδα; Αιφνιδιασμένοι απαντούν: κάθε στιγμή, όποτε το θελήσουν. Τι ερώτηση είναι αυτή; Εγώ συνεχίζω με συγκεκριμένες ερωτήσεις: Στο μεσημεριανό τραπέζι τρώτε όλοι μαζί; Την Κυριακή έστω;  Στην ερώτηση αυτή η απάντηση είναι πάντα ασαφής και την ερμηνεύω ως υπεκφυγή: το φαγητό είναι έτοιμο, δεν γίνεται να φάμε μαζί όλοι. Τα παιδιά αρχίζουν νωρίς φροντιστήριο, εμείς αργούμε από τη δουλειά, έχουν τους φίλους του κλπ. Δεν θα συνεχίσω με τις συζητήσεις με τους γονείς. Θα σας μεταφέρω τις διαπιστώσεις μου οι οποίες πιστεύω ισχύουν σχεδόν για όλους τους μαθητές και όχι μόνο για όσους δεν συμμορφώνονται με τους σχολικούς κανόνες.

   Ο οίκος είναι πάντα αυτός που «στεγάζει την ονειροπόληση και προστατεύει αυτούς που ονειρεύονται, προσφέροντάς τους την αναγκαία ηρεμία» Gaston Bachelard,  La poetique de l espace. Το σπίτι, η οικογένεια φαίνεται πως δεν αποτελούν το προστατευτικό κέλυφος εκείνο το οποίο θα παρέχει στο νέο τις προϋποθέσεις για να αποκτήσει τη γνήσια εμπειρία της σχέσης. Η γνήσια εμπειρία της σχέσης συμβαίνει, όταν η ύπαρξη αυθυπερβαίνεται και κοινωνείται. Μέσα στην οικογένεια έχει καταργηθεί ο ουσιαστικός διάλογος που είναι αποτέλεσμα των σχέσεων μεταξύ των μελών της. Δεν συζητούν, δεν βρίσκονται μαζί τα μέλη της και όταν συζητούν, η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από την επίδοση στο σχολείο, στο φροντιστήριο, στα προσόντα που χρειάζονται για  την επαγγελματική αποκατάσταση. Τα ετυμολογικά παίγνια αποκαλύπτουν συχνά μια κρυφή λογική. Όπως η περι-ουσία σηματοδοτεί όσα βρίσκονται πέριξ (δηλαδή εκτός του κέντρου) της ουσίας, έτσι και τα προσόντα είναι ιδιότητες που προστίθενται έξωθεν και εκ των υστέρων στα όντα!

   Ερχόμενοι στην ηλικία των 16 ετών οι νέοι στο Λύκειο, καλούνται να ενταχθούν σε ένα σύνολο του οποίου τα μέλη βρίσκονται ή τουλάχιστον θα πρέπει να βρίσκονται σε συνεχή αλληλόδραση μεταξύ τους. Στερούνται όμως των απαιτούμενων κοινωνικών δεξιοτήτων χωρίς να φταίνε οι ίδιοι. Δεν έχουν μάθει να επικοινωνούν ουσιαστικά. Η επικοινωνία τους εξαντλείται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και για το λόγο αυτό δεν αποχωρίζονται ποτέ το κινητό. Οι σχέσεις τους είναι διαμεσολαβημένες, έμμεσες, άρα σαθρές και ανερμάτιστες. Και πώς μπορούσε να είναι διαφορετική η κατάσταση,  όταν ο πολιτισμός μας σήμερα μοιάζει να συνιστά, να ευνοεί και να καταξιώνει έναν τρόπο βίου, ατομικό και συλλογικό, παγιδευμένο ολοκληρωτικά στην απαξίωση της ανθρώπινης ύπαρξης και συνύπαρξης.

  Από την άλλη οι γονείς δεν αναγνωρίζουν κοινωνικό «κενό» μέσα στην οικογένεια και αντιδρούν όταν αυτό επισημαίνεται. Απαιτούν επιτακτικά από το σχολείο όμως να κάνει αυτά που οι ίδιοι όφειλαν να μάθουν στα παιδιά τους και να αναπληρώσει τις δικές τους ανεπάρκειες.  Σήμερα η νέα γενιά γονιών δεν θέλει να φερθεί στα παιδιά της όπως της φέρθηκαν, με τόσους περιορισμούς, φτάνοντας όμως στο άλλο άκρο, την παντελή έλλειψη ορίων. Βλέπω γονείς να ρωτούν το παιδί τους “τι θες να φας;”, “τι θες να φορέσεις;” και κατεβάζουν κάθε πρωί όλη την ντουλάπα. Θα μπορούσαν να δίνουν δύο επιλογές, όπως και στο φαγητό. Είχα μητέρα που όση ώρα μου μιλούσε υπέμενε το παιδί της που της μιλούσε με άσχημο τρόπο που με έκανε να νιώσω άβολα. “Αγάπη μου μην μου μιλάς έτσι”, του έλεγε γλυκά. Αλλά όταν κάνω παρατήρηση πρέπει και στη φωνή και στο ύφος μου να αντανακλάται αυτή η παρατήρηση».

    Ίσως η εξέλιξη του θεσμού της οικογένειας και γενικότερα των θεσμών της κοινωνίας, να είναι αναμενόμενη στη κοινωνία που ζούμε. Ίσως σε αυτού του είδους την κοινωνία δεν χρειάζεται το «κοινωνείν». Αρκούν οι μοναχικές πορείες, το κυνήγι  συλλογής προσόντων και ο ανταγωνισμός που οδηγεί συνήθως σε μια Πύρρεια νίκη με υψηλό ψυχικό κόστος.  Έτσι είναι η μετα-κοινωνία θα πουν κάποιοι διανοούμενοι της εποχής. Ακόμη μια φορά η αμήχανη χρήση του προθέματος «μετά» είναι χαρακτηριστική μιας νέας εποχής, που δυσκολεύεται να προσαρμόσει το λόγο της στις υφέρπουσες εξελίξεις. Ο νεολογισμός αναφέρεται σε ένα ιστορικά προσδιοριζόμενο «κάτι», σε μια νέα κατάσταση, πραγματικότητα ή ιδεατή κατασκευή που με την πάροδο του χρόνου εμφανίζεται να έχει υποστεί ριζικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με το παρελθόν. Δεν γνωρίζω τις μελλοντικές εξελίξεις σε αυτή τη μετα- κοινωνία. Μόνο εικασίες μπορεί να διατυπωθούν. Ακολουθώντας, ωστόσο, τη γνωστή ρήση του Γατόπαρδου του Λαμπεντούζα «αν θέλουμε όλα να παραμείνουν ως έχουν, θα πρέπει όλα να αλλάξουν» θα πρότεινα τα εξής.

  Η οικογένεια πρωτίστως έχει τον κυρίαρχο ρόλο. Μέσα σε αυτή το παιδί θα αποκτήσει αυτοπεποίθηση και τις ιδιότητες του κοινωνικού ανθρώπου ώστε να μπορέσει να αναπτύξει την προσωπικότητά του και να καταφέρει να έχει αντιστάσεις στο «κακό», να πει «όχι» όταν αυτό απαιτηθεί. Είμαστε στο σπίτι, καλύπτουμε τα βασικά αγαθά –τροφή, στέγη, σχολείο–, αλλά δεν συζητάμε. Είναι απαραίτητο το λεγόμενο οικογενειακό συμβούλιο. Να κάθονται τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα, να συζητούν οτιδήποτε απασχολεί τα παιδιά. Το ζητούμενο δεν είναι να κολλήσουμε τα παιδιά στον τοίχο, αλλά να μπούμε στις σκέψεις και στους προβληματισμούς τους, να τα κάνουμε να συμμετέχουν και να αποκτήσουν δική τους κρίση. Αν οι γονείς δεν συζητούν, τότε κάποιοι άλλοι θα έλθουν να αναπληρώσουν το κενό και το παιδί θα ψάξει εκεί αυτό που δεν του δίνει η οικογένεια.

    Πολλές οικογένειες σήμερα είναι μονογονεϊκές. Αυτή πραγματικότητα δεν πρέπει να παραβλεφθεί. Βέβαια μονογονεϊκή οικογένεια δεν σημαίνει και δυσλειτουργική. Αρκεί να υπάρχει αγάπη, φροντίδα και ψυχική σταθερότητα από την πλευρά του γονέα. Επειδή αυτό δεν συμβαίνει πάντα, ο γονέας πρέπει να ζητήσει τη βοήθεια ενός ειδικού αλλά και του σχολείου. Δυστυχώς πολλοί γονείς δεν συζητούν με το σχολείο και υποκρίνονται ότι όλα βαίνουν καλώς. Εκ των υστέρων ανακαλύπτουμε ότι θα έπρεπε το παιδί να έχει άλλη αντιμετώπιση και την ιδιαίτερη προσοχή μας.

  Το σχολείο επίσης οφείλει να προσαρμοστεί και να συμβάλλει στην κοινωνικοποίηση των παιδιών. Εσφαλμένα πολλοί διδάσκοντες θεωρούν ότι το έργο τους εξαντλείται στο διδακτικό μέρος και αγνοούν το παιδαγωγικό. Ο δάσκαλος  οφείλει να καταλάβει ότι δεν είναι μόνο μεταδότης γνώσεων. Κάθε γνώση, κάθε πληροφορία «κοινωνείται» δηλαδή είναι μια κοινωνική διαδικασία και για να έχει αποτέλεσμα πρέπει να έχει προηγηθεί η δημιουργία της σχέσης εκείνης μεταξύ δασκάλου και μαθητή  ώστε η γνώση να φτάσει στο νέο μέσα από τους όρους  της υγιούς συνύπαρξης και του αμοιβαίου σεβασμού. Το σύστημα εκπαίδευσης δεν ευνοεί αυτή τη σχέση. Επιζητεί μόνο την ολοκλήρωση της διδακτέας ύλης, για να είναι όλοι έτοιμοι πριν από τις πανελλαδικές εξετάσεις.  Είναι σημαντικό να ενισχυθεί ο ρόλος του σχολείου και να δίνεται μεγαλύτερη βαρύτητα στις συνεργασίες και τις δημιουργικές δραστηριότητες.  Μέσα από αυτές τις συνεργασίες θα μάθει να συνάπτει σχέσεις και να ενισχύσει την αυτοπεποίθησή του.

  Τέλος, όλοι οι θεσμοί οφείλουν να ενσκήψουν στο θέμα της ομαλής κοινωνικοποίησης των νέων περιλαμβανομένης και της Εκκλησίας. Βέβαια η Εκκλησία δεν είναι ένας θεσμός όπως οι άλλοι, οι οποίοι απηχούν αυστηρά το χρόνο και το χώρο στον οποίο θεσμοθετήθηκαν. Υπερβαίνει τη χωρική και χρονική διάσταση ενός θεσμού, καθώς συνδέεται με την πίστη. Πρέπει όμως να αντιληφθεί τα μηνύματα των καιρών και να δώσει τις απαιτούμενες απαντήσεις, όπως για παράδειγμα η σημερινή εκδήλωση. Δεν γνωρίζω το πώς, εφόσον είπα ότι είναι ένας ιδιαίτερος θεσμός. Αυτό εναπόκειται στους ταγούς της.

   Αν σκεφθούμε ότι ο άνθρωπος είναι ό τι είναι οι κοινωνικές του σχέσεις, τότε θα αφυπνιστούμε για να καταστήσουμε αυτές τις σχέσεις υγιείς και να μην τις αφήσουμε σε όσους επιθυμούν να την αποπροσανατολίσουν……

e-shop

eshop.png

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΗΣΤΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ

  • Διεύθυνση: Ρωμανιώλη 41, Αίγιο
  • Τηλέφωνα: 26910-21776 & 26910-21777
  • Φαξ: 26910-60127
  • E-mail: imkaigial@gmail.com

Στατιστικά

  • Εμφανίσεις Άρθρων 630028