LOGO IM 15

ΟΜΙΛΙΑ ΠΛΗΣΙΟΝ ΑΥΤΟΣ Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ

ΟΜΙΛΙΑ ΠΛΗΣΙΟΝ ΑΥΤΟΣ Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ

 

Ἄραγε, τί εἶναι πιό εὔκολο, νά προσεγγίσουμε τόν Θεό ἤ τόν ἄνθρωπο;

Ὁ Θεός εἶναι ἄπειρος. Ἀπρόσιτος καί ἀνέκφραστος. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι προσιτός, προσπελάσιμος, βρίσκεται καί ἀγωνίζεται στούς ἴδιους δρόμους πού περπατᾶμε καί μοχθοῦμε και ἐμεῖς.

Ὁ Θεός δέν βλέπεται μέ τά ἀνθρώπινα μάτια. Δέν ἀνακαλύπτεται μέ τήν αἴσθηση τῶν δακτύλων.

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁρατός καί προσιτός. Ὕπαρξη μέ σαρκική παρουσία. Μέ λόγο, πού περνάει ἀπό τό αὐτί καί ἀγγίζει τήν ψυχή μας. Μέ αἰσθήσεις πού σάν κεραῖες λαμβάνουν καί δίνουν μηνύματα.

Τί θά ἀπαντήσουμε, λοιπόν, στήν ἐρώτηση, τί εἶναι πιό εὔκολο, νά προσεγγίσουμε τόν Θεό ἤ τόν ἄνθρωπο;

Σύμφωνα μέ τά ἀνθρώπινα διαχρονικά δεδομένα, σέ συνδυασμό μέ ὅσα μᾶς λέει ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή, διαπιστώνουμε ὅτι τό τυπικά εὔκολο, ἀποδεικνύεται οὐσιαστικά δύσκολο. Ἐνῶ εἶναι τόσο εὔκολο καί ἁπλό νά προσεγγίσουμε τόν ἄνθρωπο, δυστυχῶς δέν τό κατορθώνουμε.

Καί τοῦτο, ἐπειδή, τελικά, οὔτε τόν Θεό προσεγγίζουμε. Διότι γιά νά προσεγγίσουμε τόν ἄνθρωπο πρέπει νά προσεγγίσουμε τόν Θεό.

Ἄν δέν περάσουμε ἀπό τόν Θεό, δέν φθάνουμε στόν ἄνθρωπο. Ἄν δέν προσεγγίσουμε τό ὑπερούσιο πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, δέν ἀνακαλύπτουμε τό πρόσωπο καί τήν καρδιά τοῦ διπλανοῦ μας.

Ἀφορμή γιά τή διήγηση καί διατύπωση τῆς ἐκφραστικότατης παραβολῆς τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη, στάθηκε ἡ ἐρώτηση τοῦ νομοδιδασκάλου στήν προτροπή τοῦ Χριστοῦ «ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου καί τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν». Θά ἀγαπήσεις Κύριο τόν Θεό σου. Καί ἀνανεωμένος ἀπό αὐτή τήν ἀγάπη, θά ἀναζητήσεις καί θά ἀνακαλύψεις τόν «πλησίον» σου. Καί ὁ νομοδιδάσκαλος ἀμυνόμενος ἐρωτᾶ: «καί τίς ἐστί μου πλησίον;» Ζητεῖ ἀπό τόν Χριστό νά τοῦ προσδιορίσει ἀκριβῶς τήν ἔννοια τοῦ «πλησίον».

Ἄς προσπαθήσουμε νά ἀνακαλύψουμε τόν «γνωστό» πού μᾶς εἶναι «ἄγνωστος», τόν «πλησίον», παρακολουθῶντας τό ἱερό κείμενο τῆς παραβολῆς.

Κατά τόν Εὐαγγελιστή Λουκᾶ, κάποιος ἄγνωστος ἄνθρωπος κατερχόμενος ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ πρός τήν Ἱεριχώ, ἔπεσε σέ χέρια ληστῶν καί ἀφοῦ τόν λήστεψαν, τόν τραυμάτισαν συγχρόνως θανάσιμα. Νά σημειώσουμε ὅτι ἡ διαδρομή αὐτή πρός τήν Ἱεριχώ περνάει μέσα ἀπό τήν ἔρημο καί εἶναι ἀπό τίς πιό ἐπικίνδυνες διαδρομές ἀκόμη καί σήμερα. Ὁ ληστευμένος καί ἡμιθανής ταξιδιώτης ἔχει ἀνάγκη ἄμεσης βοήθειας καί περίθαλψης. Παρά τήν ἀτυχία του, ὅμως, καί «κατά συγκυρίαν» παρουσιάζονται στό προσκήνιο ἕνας ἱερέας καί λίγο ἀργότερα ἕνας λευίτης, ἄνθρωποι καί οἱ δύο τοῦ Θεοῦ καί θά λέγαμε καθ’ ὕλην ἁρμόδιοι γιά τήν ἄσκηση φιλανθρωπίας καί ἄμεσης μέριμνας γιά τούς πάσχοντες συνανθρώπους.

Ὡς ἐδώ ἡ διήγηση κινεῖται ὁμαλά καί ἐκεῖ πού θά περιμέναμε μιά φυσιολογική ἐξέλιξη τῶν γεγονότων, προστασία δηλαδή καί περίθαλψη τοῦ ἄτυχου ταξιδιώτη, ἡ παραβολή μᾶς ἀποκαλύπτει τήν τραγική ἀλήθεια ὅτι καί οἱ δύο «ἀντιπαρῆλθαν» ἀδιάφοροι γιά τήν τύχη καί τή ζωή αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ στάση αὐτή καί τῶν δύο μέ τά δεδομένα τῆς Ἰουδαϊκῆς θρησκευτικῆς διδασκαλίας, ὅτι «πλησίον» γιά τόν κάθε Ἰουδαῖο, ἐθεωρεῖτο μόνο ὁ ὁμόφυλος καί ὁμόθρησκος, ἀβίαστα χαρακτηρίζεται ἐγκληματική καί τραγική.

Ἡ παραβολή γίνεται ἀκόμη πιό ἀποκαλυπτική καί πιό ρεαλιστική, ὅταν στή συνέχεια μᾶς παρουσιάζει νά διέρχεται ἀπό τήν περιοχή καί ἕνας ἀλλοεθνής καί ἀλλόθρησκος Σαμαρείτης, ὁ ὁποῖος μόλις ἀντιλαμβάνεται τό γεγονός καί «ἰδών (τόν ἡμιθανῆ πάσχοντα) ἐσπλαγχνίσθη». Ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἐνεργεῖ αὐθόρμητα καί ἄμεσα. Καί τοῦτο, γιατί εἶναι μέσα του ὑγιής, δέν ἔχει ὑποστεῖ διαστροφή καί βλέπει τά πράγματα καί τά γεγονότα κατά πρόσωπον. Προσέρχεται ἀμέσως, πλησιάζει τόν τραυματισμένον, τοῦ παρέχει τίς πρῶτες βοήθειες, τόν ἐπιβιβάζει στό ζῶο του καί τόν μεταφέρει στό κοντινό πανδοχεῖο καί ἰατρεῖο γιά τήν θεραπεία του, καλύπτοντας μάλιστα καί τά ἀναγκαῖα ἔξοδα.

Τό κεντρικό ἐρώτημα τῆς περικοπῆς, «καί τίς ἐστίν μου πλησίον;» τίθεται καί σήμερα, ὅπως καί τότε, μέ τήν ἴδια ἔνταση καί μέ τήν ἴδια ἀγωνία, μέ τήν ὁποία ὁ νομοδιδάσκαλος τῆς περικοπῆς τό ἔθεσε στόν Ἰησοῦ.

Μέ βάση τήν ἐρώτηση τοῦ Ἰησοῦ πρός τόν συνομιλητή του νομοδιδάσκαλο, «ποιός ἀπ’ αὐτούς τούς τρεῖς, κατά τήν γνώμη σου, ἀποδείχθηκε πλησίον, ἐκείνου πού ἔπεσε στούς ληστές;» καί τήν ἀπάντησή του: «ὁ ποιήσας τό ἔλεος μετ’ αὐτοῦ», δηλαδή, αὐτός πού τόν πλησίασε καί τόν περιποιήθηκε, διαπιστώνουμε ὅτι ὁ «πλησίον» δέν ὁρίζεται μέ βάση τόν τόπο καταγωγῆς ἤ τήν θρησκευτική του πίστη, ἀλλά μέ βάση τήν ἀγάπη καί τήν προσφορά στόν συνάνθρωπο.

Ἄραγε, ἐνσαρκώνουμε τόν «πλησίον» σήμερα, μέ βάση αὐτό τό χαρακτηριστικό, τό ὁποῖο προβάλλει τό ἱερό Εὐαγγέλιο; Εἴμαστε, γινόμαστε, ὅταν χρειασθῇ, οἱ ποιοῦντες τό ἔλεος μετ’ αὐτοῦ;

Ἄν θά θέλαμε νά εἴμαστε εἰλικρινεῖς, μέ βάσει τίς ἐμπειρίες τῆς καθημερινότητος, θά πρέπει νά ὁμολογήσουμε τήν ἀνεπάρκειά μας στό θέμα αὐτό, εἴτε σάν κοινωνικό σύνολο, εἴτε σάν πρόσωπα.

Ὁ «πλησίον», μᾶς εἶναι ἰδιότητα ἐν πολλοῖς ἄγνωστη. Εἶναι περιοχή πού δέν τήν ἔχει ἀγγίξει ἡ καρδιά μας. Εἶναι πραγματικότητα, τήν ὁποία οὔτε κἄν τήν ὑποπτευόμαστε. Εἶναι σχέση, πού δέν τήν δοκιμάσαμε, δέν τήν γευτήκαμε καί δέν εἴμαστε σέ θέση νά δώσουμε βιωματικές καί ἐμπειρικές πληροφορίες. Ἡ ὅλη στάση μας στόν ἄνθρωπο ἔχει γενικό καί ἀόριστο χαρακτῆρα. Ὁ λόγος μας ἀπευθύνεται καί στοχεύει στήν ἀπρόσωπη μᾶζα καί ὄχι στόν ἄλλον, τόν συγκεκριμένο, στόν πλησίον.

Μᾶς συμβαίνει αὐτό πού κάπου γράφει ὁ Ντοστογιέφσκυ: «εἶναι εὔκολο νά ἀγαπᾶς τήν ἀνθρωπότητα σάν ἰδέα, ἀλλά εἶναι δύσκολο νά ἀγαπᾶς τόν συγκεκριμένο ἄνθρωπο, τόν ὁποῖο συναναστρέφεται στή ζωή σου». Εἴτε εἶναι συγγενής σου μέσα στό σπίτι πού ζεῖς καί ἐσύ, εἴτε ἐργάζεται στήν ἴδια δουλειά πού ἐργάζεσαι κι ἐσύ. Γι’ αὐτό δέν θέλει ὁ Κύριος ἀπό ἐμᾶς νά ἀγαποῦμε τόν ἄνθρωπο γενικά καί ἀόριστα, ἀλλά νά ἀγαποῦμε τόν συγκεκριμένο ἄνθρωπο.

Καί μάλιστα ἐκεῖνον, γιά τόν ὁποῖο ὁ διάβολος μᾶς φέρνει μιά ψυχρότητα στήν καρδιά, μᾶς βάζει λογισμούς, μᾶς κάνει νά θέλουμε νά χωρισθοῦμε ἀπό αὐτόν, μᾶς βάζει νά τόν βλέπουμε ὄχι ὡς φίλο καί οἰκεῖο καί ἀδελφό, ἀλλά ὡς κάποιον, ὁ ὁποῖος εἶναι  ἀντίπαλός μας, ἀντίθετός μας, ἀνταγωνιστής μας.

Αὐτή ἡ σχέση ἀγάπης μέ τόν ἄλλον συνιστᾶ τήν ἔννοια τῆς μεγάλης ἀρετῆς τῆς φιλανθρωπίας. Τί σημαίνει φιλανθρωπία; Φιλανθρωπία σημαίνει ἀγάπῶ τόν ἄνθρωπο καί φροντίζω γιά τήν ἐπίλυση τῶν προβλημάτων του σέ πνευματικό καί κοινωνικό ἐπίπεδο. Ἡ ἀρετή αὐτή, τῆς φιλανθρωπίας, συνήθως ἀποδίδεται στόν Θεό, ὁ ὁποῖος ἀπό ἀγάπη γιά τόν ἄνθρωπο καί τήν ἀνθρωπότητα, ὄχι μόνο ἀσκεῖ ἔργο προνοίας καί φροντίδας, ἀλλά θυσίασε καί τόν Υἱό Του γιά τήν πραγματοποίηση τῆς σωτηρίας.

Ἡ ὀρθή στάση τοῦ ἀνθρώπου ἔναντι τοῦ πλησίον ὁρίζει καί τή στάση τοῦ Θεοῦ ἔναντι τῶν ἀνθρώπων. Καί ποια εἶναι αὐτή; Ἡ στάση τῆς ἀγάπης καί τῆς φιλανθρωπίας. Ἀντικείμενο τῆς ἀγάπης καί φιλανθρωπίας εἶναι ὁ ἄλλος, ὁ διπλανός. Ὁ ἄλλος, ὁ «πλησίον», εἶναι ἡ πύλη τοῦ Παραδείσου μας.

Καί ἐνῶ ζοῦμε περιθριγκομένοι; καί ἀπομονωμένοι στόν ἀτομισμό μας, τήν ἴδια στιγμή,  ἄνθρωποι δίπλα μας περπατοῦν καί πονοῦν.  Κουβαλοῦν ὁλομόναχοι τίς τραγικές ἐμπειρίες τους καί τήν φιάλη μέ τά πικρά δάκρυά τους. Περπατοῦν δίπλα μας, κοντά μας, χωρίς νά δέχονται, οὔτε κἄν νά αἰσθάνονται τήν παραμικρή ἀγαπητική παρουσία. Χωρίς νά ἀκοῦν ἕνα λόγο συμπόνιας. Χωρίς νά νιώθουν κάποιο χέρι νά περιποιεῖται τίς πληγές τους. Ὅμοια μέ τόν μοναχικό ἄνθρωπο, πού ἔπεσε στούς ληστές καί πού τόν προσπέρασαν ἄπονα καί ὁ ἱερέας καί ὁ λευίτης. Ἄς βάλουμε τό χέρι στήν καρδιά μας καί ἄς ἐρευνήσουμε τήν συνείδησή μας. Ἄς ψάξουμε νά ἀνακαλύψουμε ἄν γνωρίσαμε τόν διπλανό μας ἄνθρωπο σάν «πλησίον». Ἄν βιώσαμε καί ἄν γευτήκαμε τήν ἱερή αὐτή σχέση στό διάβα τῆς ζωῆς μας. Μιά ἔντιμη διερεύνηση θά ἔφερνε στά χείλη μας τήν ὁμολογία τῆς ἀνεπάρκειας καί τά λόγια τῆς συντριβῆς μας μπροστά σέ ἕνα τέτοιο θέμα πού καθορίζει τόν οὐράνιο προσανατολισμό μας.

Ἐπηρεαζόμαστε ἀπό τήν νοοτροπία τῆς σύγχρονης ἀπρόσωπης μάζας καί γινόμαστε ἕνα μέ αὐτήν. Μᾶς ἐντυπωσιάζει καί μᾶς ἱκανοποιεῖ τό σχῆμα τῆς ἀτομικῆς ἀνέσεως καί τῆς προσωπικῆς εὐμάρειας. Τό καθιερωμένο καί κατεστημένο σύστημα τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ ὀρθώνει τείχη ἀπομόνωσης καί ἀποξένωσης ἀπό τόν ἄλλον.

Ζοῦμε μέσα στήν Ἐκκλησία καί ἀναπνέουμε τή λατρεία της καί τήν θεολογία της. Ὅμως, ταυτόχρονα, ἀποθηκεύουμε στό «εἶναι»μας, συσσωρεύουμε στήν ὕπαρξή μας, τήν μαζοποιημένη, τήν ἀπρόσωπη καί ἀπάνθρωπη τακτική τῆς σύγχρονης καταναλωτικῆς κοινωνίας καί ἠθελημένα ἤ ἀθέλητα γινόμαστε ἕνα μέ αὐτή.

Ἔτσι, υἱοθετοῦμε αὐτό πού ἡ μάζα μᾶς ὑπαγορεύει, αὐτό πού ὁ καταναλωτισμός μᾶς ἐπιβάλλει καί αὐτό πού ἡ εὐμάρεια μᾶς λανσάρει καί συντονιζόμαστε ἀπόλυτα μέ τίς πρακτικές αὐτές. Μιλᾶμε περί ἀνθρωπισμοῦ μέ πολλά καί παχυλά λόγια. Μπαίνουμε θεωρητικά ἤ καί πρακτικά στά ἐπαναστατικά κινήματα, πού ἔχουν σάν ἔμβλημα καί σάν στόχο τήν ἐξασφάλιση τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων καί τῶν ἐλευθεριῶν. Στιγματίζουμε μέ πάθος τήν καταπίεση καί τήν ἐκμετάλλευση τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας. Καί ὅλα αὐτά τά στοιχεῖα ἀποτελοῦν σκέτο διάκοσμο καί ἀδέξιο ἐπικάλυμμα τῆς ὑποκρισίας μας. Ἄν τύχει καί δοῦμε καί συναντήσουμε κάποια ὕπαρξη ντυμένη στή μελαγχολία τοῦ προβληματισμοῦ ἤ βουτηγμένη στήν ἀπόγνωση, δέν ξυπνάει μέσα μας ὁ πόνος τοῦ «ἀδελφοῦ» καί δέν μᾶς ἠλεκτριζει ἡ λαχτάρα νά γίνουμε ὁ «πλησίον».

Ρίχνουμε κάποιες ματιές καί προσπερνᾶμε. Ταχύνουμε τό βῆμα, γιά νά ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό τήν περιοχή, πού τήν ποτίζει τό δάκρυ καί τήν αὐλακώνει ἡ θλίψη καί ὁ πόνος.

Ἡ ἔννοια καί ἡ πραγματικότητα τοῦ «πλησίον» δέν εἶναι καθαρά καί ἀνεξίτηλα τυπωμένη στήν ψυχή μας. Τό χρέος τῆς ἀγάπης καί τῆς φιλανθρωπίας δέν δραστηριοποιεῖ τήν ὕπαρξή μας, δέν συγκινεῖ τήν καρδιά μας, δέν ὠθεῖ τήν προσωπικότητά μας καί δέν ἀλλοιώνει τό εἶναι μας.

Μέ αὐταρέσκεια, ἐγωκεντρισμό καί προσωποληψία χαράσσουμε τόν κύκλο, μέσα στόν ὁποῖο τοποθετοῦμε τούς «πλησίον» μας καί αὐτοί εἶναι οἱ συγγενεῖς μας, οἱ γνωστοί μας, οἱ φίλοι μας καί ἐν πάσει περιπτώσει αὐτοί πού ἐμεῖς θέλουμε, μέ βάση τό συμφέρον, τή συναλλαγή, τό κέρδος καί τό ὄφελός μας, τό αὐστηρῶς προσωπικό καί οἰκογενειακό. Καί πείθουμε τόν ἑαυτό μας, πώς αὐτοί μονάχα εἶναι οἱ κοντινοί μας. Πώς μέ αὐτούς μποροῦμε νά κρατᾶμε ἀνοιχτό διάλογο. Καί πώς, πρός τή δική τους κατεύθυνση ἔχουμε χρέος νά στρέφουμε τούς προβολεῖς τῆς ἀγάπης μας, τά φῶτα τοῦ ἐνδιαφεροντός μας, τίς ἐκδηλώσεις τῆς φιλανθρωπίας μας. Νά ρίχνουμε τίς γέφυρες τῆς ἐπικοινωνίας μας καί τῆς συναναστροφῆς μας.  

Οἱ ἄλλοι σταμπάρονται μέ τήν ἐτικέτα τοῦ ξένου. Τούς κοιτᾶμε λίγο καί αὐτόματα τούς λησμονοῦμε. Δανείζουμε γιά λίγο τό αὐτί μας στό στεναγμό τους καί μετά τό ἀποστρέφουμε, γιά νά τό προσφέρουμε καί πάλι στούς ἤχους τῆς κατασκευασμένης ἐγωκεντρικῆς εὐτυχίας μας. Δέν εἶναι δική μας ἡ ὑποχρέωση…

Ἡ πραγματικότητα τοῦ «πλησίον» σάν νά ἔχει ἀφανιστεῖ ἀπό μέσα μας. Σάν νά ἔχει χαθεῖ μέσα στό σκοτάδι τοῦ ἀτομισμοῦ, τοῦ ὠφελιμισμοῦ καί τῆς εὐμάρειας.

Τελικῶς ποιός εἶναι ὁ «πλησίον»;

Ὁ Κύριός μας ξεκινῶντας τήν ἀφήγηση τῆς Παραβολῆς, δίδει τήν ταυτότητα τοῦ πληγωμένου καί πονεμένου μέ τήν ἀόριστη φράση: «ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπό Ἱερουσαλήμ εἰς Ἱεριχώ». Δέν κεντρίζει τό συναίσθημα τοῦ νομικοῦ, τοῦ συνομιλητῆ του, μέ μιά ἀναφορά σέ κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο ἐπώνυμα, τοῦ πατέρα του ἤ τῆς μητέρας του ἤ τοῦ ἀδελφοῦ του ἤ τοῦ φίλου του. Δέν λέει ὁ πατέρας σου, ἡ μητέρα σου, ὁ ἀδελφός σου, ὁ φίλος σου κατέβαινε ἀπό Ἱερουσαλήμ εἰς Ἱεριχώ. Μιλάει γιά τήν περιπέτεια τοῦ μακρινοῦ του ἀγνώστου. Τοῦ ἐκπροσώπου τοῦ γένους μας. «Ἄνθρωπός τις», δηλαδή τοῦ ὁποιουδήποτε ἀνθρώπου.

Ἀντιλαμβανόμαστε, πολύ καλά ὅτι ἀναφέρεται στόν τύπο που εἰκονίζει καί ἐκπροσωπεῖ τήν ὁποιαδήποτε θλιμμένη ὕπαρξη. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος σέ ὁμιλία του στή σημερινή περικοπή ἀναφέρει ὅτι ἄνθρωπος εἶναι ὁ Ἀδάμ, δηλαδή, ὁ κάθε ἄνθρωπος.

«Ἄνθρωπός τις». Ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι ὁ «πλησίον» μας. Ἡ ἐγγύτητα, ὁ «πλησίον», δέν καθορίζεται οὔτε τοπικά, οὔτε χρονικά, οὔτε μέ τήν τροπική σχέση τῆς συγγενείας. Ὁ ἄνθρωπος, πού ἀναπνέει ἤ σφαδάζει δίπλα μας, εἶναι ὁ «πλησίον» μας, ἀνεξαρτήτως φύλου, χρώματος, φυλῆς, καταγωγῆς καί προελεύσεως, εἶναι τό πρόσωπο, στό ὁποῖο χρωστᾶμε τήν ἀγάπη καί τή φροντίδα μας.

Ἐπίσης ὁ Κύριός μας μέ τήν συγκεκριμένη Παραβολή ἐκφράζει τήν τραγικότητα τῆς πορείας μας μέσα στόν κόσμο. Μιά τραγικότητα ἡ ὁποία κάνει πιό ἐμφανῆ καί πιό ἀναγκαία τήν παρουσία τοῦ «πλησίον». Ὁ ταξιδιώτης πού κατέβαινε ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ στήν Ἱεριχώ «λησταῖς περιέπεσε». Δέν συνάντησε μιά τυχαία δυσκολία. Δέν τόν βρῆκε ἡ νύκτα στό δρόμο, ἐπειδή δέν ὑπολόγισε τό χρόνο τῆς διαδρομῆς. Δέν τόν βρῆκε μιά φυσική δυσκολία, μιά θεομηνία –πυρκαγιά-πλημμύρα-σεισμός ἤ ὅ,τι ἄλλο. Ἔπεσε στούς ληστές. Καί αὐτοί τόν κατέκλεψαν. Τόν γύμνωσαν καί τόν πλήγωσαν. Καί ἀφοῦ τόν ἔφεραν στό χεῖλος τῆς ζωῆς, πού συνορεύει μέ τόν θάνατο, τόν παράτησαν.

Ἡ σκηνή αὐτή εἰκονίζει καί ἀντικατοπτρίζει στό σύνολο τήν ζωή, τήν καθημερινή πραγματικότητα, τόν κόσμο μας, ὄχι ὅμως τόν ἀγγελικά πλασμένο. Αὐτόν τόν κόσμο πού συγκροτοῦμε ὅλοι μας.

Ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἕνα σύμπλεγμα χαρᾶς καί τραγωδίας, εὐτυχίας καί δυστυχίας μέσα σ’ αὐτό τόν κόσμο. Ἐκεῖ πού περπατάει, ἐκεῖ πού πορεύεται ἀνύποπτα τήν πορεία καί ὑλοποιεῖ τά ὄνειρά του, ξεσπάει ἡ θύελλα, συμβαίνει τό κακό. Καί τότε ἀναζητάει τό χέρι βοηθείας. Καί τότε ψάχνει νά βρεῖ τό χαρούμενο καί παρηγορητικό ἄτομο τοῦ «πλησίον», γιά νά μοιραστεῖ τήν ἀγωνία, τόν πόνο, τόν προβληματισμό καί τήν ὀδύνη του. Ἀλήθεια, αὐτός ὁ κόσμος πού πορεύεται μέσα στό χρόνο μέ σκοπό τήν πρόοδο, τόν πολιτισμό, τήν εὐμάρεια φέρει, ἄραγε, ἐντός του, προβάλλει καί ἐνεργοποιεῖ τήν ἔννοια τοῦ «πλησίον»; Ἄς προβληματιστοῦμε!

Καί ὑπάρχει καί κάτι ἀκόμα πού θά πρέπει νά ὑπογραμμίσουμε καί πού ἔχει σχέση μέ τόν «πλησίον».

Ἡ ἰδιότητα τοῦ «πλησίον» δέν εἶναι μία ἐπίφαση κοινωνικότητας, δέν εἶναι μιά ἐπίπλαστη λεκτική συμπάθεια. Δέν εἶναι σχέση ἐξωτερική καί τυπική. Εἶναι σχέση πού φανερώνει δυναμισμό, κόπο, αὐταπάρνηση, θυσία. Εἶναι σχέση πού τήν διακρίνει ὁ δυνατόν κτύπος τῆς καρδιᾶς καί τό ἀσίγαστο πάθος γιά προσφορά.

Ἡ ἱερή αὐτή ἰδιότητα τοῦ «πλησίον» γεννιέται μέσα μας. Συνεπαίρνει τήν ὕπαρξή μας. Τήν φλογίζει καί τήν κινητοποιεῖ καί τήν κάνει νά μετέχει στό πρόβλημα καί στήν ἀγωνία καί στόν πόνο τοῦ διπλανοῦ ἄμεσα καί δυναμικά.

Ὁ ἱερέας τῆς Παραβολῆς πέρασε ἀπό τόν τόπο τῆς ληστείας καί δέν ἐκδηλώθηκε. Ἡ σχέση τοῦ «πλησίον» δέν λειτούργησε. Τό ἴδιο καί ὁ λευίτης, διάβηκε ἄπραγος. Κουμπωμένος στόν ἀτομισμό του καί τούς φόβους του, ἀντιπαρῆλθε.

Ὁ Σαμαρείτης, πού τόν χώριζε ἀπό τό λαό τῆς Ἰουδαίας τό μίσος καί ἡ ἐχθρότητα, στάθηκε. Ἔσκυψε. Ἔδεσε τίς πληγές. Ξεδίπλωσε πάνω του τήν συμπόνια καί ἔμπρακτη ἀγάπη του καί κουβάλησε τόν πληγωμένο στό κοντινότερο πανδοχεῖο, γιά νά τοῦ προσφέρει ξεκούραση καί βοήθεια.

Μέσα στήν καρδιά τοῦ Σαμαρείτη κάτι γεννήθηκε. Κάποια φωτιά ἄναψε. Κάποιο κέντρισμα ἔνιωσε. Κάποια ἀγωνία τόν κυριάρχησε.

Δέν ἄντεξε νά προσπεράσει, δίχως νά χαρίσει τήν ἐξυπηρέτηση στό πληγωμένο καί ἐγκαταλελειμένο παιδί τοῦ Θεοῦ. Ἔγινε ὁ «πλησίον». Ἐκφράστηκε σάν ἀδελφός. Μέ συγκεκριμένο ἔργο. Μέ ἔντονη προσπάθεια. Μέ μιά ἀληθινή διακονία ἀγάπης. Αἴσθημα πλούσιο, συνδυασμένο καί συνταιριασμένο μέ τήν πράξη. Τοποθέτηση ἐσωτερική, ἐκφρασμένη μέ τό λόγο καί τό ἔργο. Καί ὅπως λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «ἡ ἀγάπη σοῦ παρουσιάζει τόν πλησίον σάν ἄλλο ἑαυτό σου, σέ διδάσκει νά χαίρεσαι γιά τήν εὐτυχία ἐκείνου, σάν νά εἶναι δική σου εὐτυχία, καί νά λυπᾶσαι γιά τίς συμφορές του, σάν νά εἶναι δικές σου συμφορές».

Ἀδελφοί μου, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁραματιζόμενοι μιά Ἐκκλησία, μιά κοινωνία χωρίς ἴχνος ἀνταγωνισμοῦ, ὅπου οὐδείς θά εἶναι ξένος, δυνατός ἤ ἀδύνατος, ἀπευθύνονται στούς Χριστιανούς, σέ ὅλους μας, μέ ἕναν ἰδιαίτερο ἐπίκαιρο τρόπο.

Ἄς ἀκούσουμε τόν Μέγα Βασίλειο, ὁ ὁποῖος γράφει χαρακτηριστικά:

«Ἄν χτυπήσει τήν πόρτα σου κάποιος πού πασχίζει νά ἀντιμετωπίσει τήν ἀνάγκη του, μή ζυγίσεις τά πράγματα μέ ἀνώμαλο τρόπο. Μήν πεῖς δηλαδή, ‘αὐτός εἶναι φίλος, εἶναι ὁμόφυλος, μέ ἔχει εὐεργετίσει παλιότερα, ἐνῶ ὁ ἄλλος εἶναι ξένος, ἀλλόφυλος, ἄγνωστος’. Ἄν κρίνεις ἄνισα, οὔτε σύ θά ἐλεηθεῖς. Μία εἶναι ἡ ἀνθρώπινη φύση· καί ὁ ἕνας καί ὁ ἄλλος εἶναι ἄνθρωπος· κοινή εἶναι καί στούς δύο ἡ ἀνάγκη, κοινή ἡ φτώχεια. Πρόσφερε καί στόν ἀδελφό καί στόν ξένο· στόν μέν ἀδελφό σου νά μήν γυρίσεις τήν πλάτη, τόν δέ ξένο καν’ τον ἀδελφό σου. Ὁ Θεός θέλει νά στηρίζεις τούς ἀναγκεμένους, καί ὄχι νά κάνεις διακρίσεις ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους· δέν θέλει νά δίνεις στόν ὁμόφυλο καί νά ἀποδιώχνεις τόν ξένο· ὅλοι εἶναι ὁμόφυλοι, ὅλοι εἶναι ἀδέλφια, ὅλοι εἶναι παιδιά ἑνός Πατέρα. Ὑπάρχει κάποιος πού τόν ξερίζωσε κάποια συμφορά καί δέν τοῦ ἔχει ἀπομείνει τίποτα, παρά μόνο ἡ ψυχή καί τό σῶμα του· ἐμεῖς ὅμως, ὅσοι ἔχουμε γλιτώσει ἄγευστοι συμφορῶν, ἄς μοιραστοῦμε μέ ἐκείνους τήν εὐημερία μας. Ἄς ἀγκαλιάσουμε τούς ἀδελφούς μας πού μόλις καί μετά βίας ἔχουν διασωθεῖ».

Στήν ἴδια γραμμή κινεῖται καί ὁ ἀδελφός τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὁ Γρηγόριος Νύσσης:

«Ἦλθαν ἔτσι τά πράγματα, ὥστε γύρω μας νά ἀφθονοῦν οἱ γυμνοί καί οἱ ἄστεγοι. Εἶναι πάμπολλοι οἱ πρόσφυγες πού κτυποῦν τίς πόρτες μας. Πάμπολλοι εἶναι καί οἱ ξένοι καί οἱ μετανάστες. Ὅπου κί ἄν κοιτάξεις θά δεῖς χέρια ἁπλωμένα σέ ζητιανιά. Γιά σπίτι ἔχουν τό ὕπαιθρο. Κατάλυμα βρίσκουν στίς στοές, τίς παρόδους καί τά ἐρημικότερα σημεῖα τῆς ἀγορᾶς. Φωλιάζουν σέ τρύπες, ὅπως οἱ νυχτοκόρακες καί οἱ κουκουβάγιες. Τά ροῦχα τους εἶναι διάτρητα κουρέλια. Γιά χωράφι ἔχουν τήν διάθεση ὅσων δίνουν ἐλεημοσύνη. Γιά τροφή ὅ,τι τύχει. Πίνουν νερό ἀπό τίς κρῆνες, ὅπως τά ζῶα. Καί γιά ποτήρια ἔχουν τίς χούφτες τους. Γιά ἀποθήκη ἔχουν τήν κοιλιά τους, ὅσο μπορεῖ αὐτή νά συγκρατήσει ὅ,τι μπαίνει μέσα. Τραπέζι τους εἶναι τά γόνατά τους διπλωμένα. Κρεβάτι, τό ἔδαφος. Μπάνιο, κάποιος ποταμός ἤ λίμνη, ὅπως τά ἔχει προσφέρει ἀκατέργαστα καί κοινά σέ ὅλους ὁ Θεός. Ἡ ζωή τους εἶναι πλέον γεμάτη μετακινήσεις καί ἀγριάδα, ὅμως δέν ἦταν ἔτσι ἐξ ἀρχῆς. Ἄς ὅψονται ἡ συμφορά καί ἡ ἀνάγκη».

Τά κείμενα αὐτά, ἀδελφοί μου, γράφτηκαν πρίν ἀπό δεκαεπτά περίπου αἰῶνες, ἀκούγονται ὅμως σημερινά. Οἱ δύο ἅγιοι ἀδελφοί δέν ὑπαγορεύουν ἠθικές ἀρχές, πού θά πρέπει νά νομοθετηθοῦν ἀπό μία ὑποτιθέμενη χριστιανική πολιτεία, ἀλλά προτείνουν μιά διαφορετική ὀργάνωση τοῦ βίου, πού ἄν υἱοθετηθεῖ ἀπό τήν κοινότητα τῶν πιστῶν, θά δώσει μαρτυρία τοῦ ὁράματός της γιά τό πολίτευμα τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.

 Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος Ζαχάρωφ ἔγραφε: «τό νά ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ‘ὡς σεαυτόν’ σημαίνει νά τόν ἀγαπήσεις ὅπως τήν ἴδια σου τήν ζωή, νά ζήσεις πραγματικά ὅλη τήν ἀνθρωπότητα σάν νά ἦταν μόνο μία ζωή, μία μόνο φύση μέ πολλαπλά πρόσωπα. Συνεπῶς, πρέπει νά ζήσουμε καί μέ τήν ἀγάπη στόν διπλανό μας».

Ἀδελφοί μου,

εἴπαμε, προηγουμένως, πώς, ἄν δέν γνωρίσουμε τόν Θεό, δέν ἀνακαλύπτουμε τόν ἄνθρωπο. Ὅμως, καί ἄν δέν δοθοῦμε εἰλικρινά στόν ἄνθρωπο, δέν μποροῦμε νά ἔλθουμε σέ κοινωνία μέ τόν Θεό.

Εἶναι χαρακτηριστικό, πώς οἱ δύο διαστάσεις τῆς ἀνθρώπινης προσφορᾶς, ἡ κάθετη καί ἡ ὁριζόντια, δένονται στήν μία ἐντολή. Στό «ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καί τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν».

Ἡ ἀποτυχία, ἡ ἀστοχία στήν πρώτη ἐπιδίωξη, δηλαδή, νά μήν καταφέρεις νά ἀγαπήσεις τόν Θεό, δυστυχῶς σοῦ στερεῖ τήν δυνατότητα νά φθάσεις στόν «πλησίον».

Καί ἡ διακοπή τῆς κοινωνίας μέ τόν πλησίον, ἀφαιρεῖ τήν εὔκολη προσπέλαση πρός τόν Θεό.

Τό ἕνα δέν ξεχωρίζει ἀπό τό ἄλλο. Ἡ πρώτη ἀναζήτηση δέν ἀπομονώνεται ἀπό τήν δεύτερη.

Ἡ πρόσβαση στόν Θεό γίνεται δρόμος πού ὁδηγεῖ στήν ἀνακάλυψη τοῦ «πλησίον». Καί ὁ «πλησίον» γίνεται ὄχημα, πού μᾶς μεταφέρει στόν Θεό.

Ὁ Γέροντας Αἰμιλιανός ὁ Σιμωνοπετρίτης σημειώνει: «Ὁ ἄνθρωπος γιά νά ἔχει πνευματική ζωή, νά ἔχει φῶς στή ζωή του, πρέπει νά ἔχει τέλεια ἐπικοινωνία μέ τό περιβάλλον του». Ἀπό τήν στιγμή πού δέν ἔχει αὐτή τήν ἁπλή, τήν φυσική, τήν ἄνετη ἐγκατάλειψη καί παράδοση τοῦ ἑαυτοῦ του στόν ἄλλον, καί ἑπομένως τήν βίωση τοῦ ἄλλου ὡς οἰκείου μέλους, δέν μπορεῖ νά ἔχει Θεόν.

Ὁ ὅσιος Γαβριήλ ὁ διά Χριστόν Σαλός καί Ὁμολογητής ἀναφέρει –καί μέ αὐτό τελειώνουμε:

«Κάποτε στήν ἔρημο πέθαινε ἕνας σκύλος ἀπό τή δίψα. Πέρασε ἀπό τό δρόμο αὐτόν ἕνας μοναχός καί τοῦ ἔδωσε τό νερό πού εἶχε γιά τόν ἑαυτό του καί ἔτσι τόν ἔσωσε. Ἐκείνη τή στιγμή ἄνοιξε ὁ οὐρανός καί ἀκούστηκε μιά φωνή: ‘Σέ αὐτόν πού ἔσωσε τό σκύλο, θά τοῦ συγχωρεθοῦν πολλές ἁμαρτίες».

Ἀντιλαμβάνεσθε, λοιπόν, πόσο σημαντικό εἶναι νά γίνουμε «πλησίον».

Σᾶς εὐχαριστῶ!

e-shop

eshop.png

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΗΣΤΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ

  • Διεύθυνση: Ρωμανιώλη 41, Αίγιο
  • Τηλέφωνα: 26910-21776 & 26910-21777
  • Φαξ: 26910-60127
  • E-mail: imkaigial@gmail.com

Στατιστικά

  • Εμφανίσεις Άρθρων 644284