LOGO IM 15

Ομιλία

Πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτου π. Φιλαρέτου Θεοδωρακοπούλου,

Ιεροκήρυκος της Ιεράς Μητροπόλεώς μας  

με θέμα  

«Από τις Λαύρες της ερήμου στην Λαύρα των Καλαβρύτων

και η άσκησις στην ζωή μας.»

   Κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, «ἀνήρ φρόνιμος ἡσυχίαν ἅγει» και η Μητέρα Εκκλησία μας τον μήνα Ιανουάριο φέρνει στην θύμησή Της τέτοιους άνδρες που επιδίωξαν στην ζωή τους την ησυχία. Τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, τον Μεγάλο Βασίλειο, τον Θεολόγο Γρηγόριο, τον Χρυσόστομο Ιωάννη, τον Νύσσης Γρηγόριο, τους Οσίους Θεοδόσιο τον Κοινοβιάρχη, Παύλο τον Θηβαίο, Ιωάννη τον Καλυβίτη, τον Μέγα Αντώνιο, τους Πατριάρχες Αλεξανδρείας Αθανάσιο και Κύριλλο, τον Μακάριο τον Αιγύπτιο, τον Μεγάλο Ευθύμιο, τον Μάρκο τον Ευγενικό, τον Εφραίμ τον Σύρο.

   Ένας αθλητής είναι αποφασισμένος να υποστεί πολλά για να κερδίσει το στεφάνι της νίκης. Ανάλογη είναι και η εμπειρία των πνευματικών αθλητών, όπως των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας, την μνήμη των οποίων εορτάζουμε κατά τον μήνα που διανύουμε. Όλη  η ζωή της Εκκλησίας είτε αφορά τους μοναχούς, είτε τους αγωνιζόμενους στον κόσμο χριστιανούς, λέει ο Μητροπολίτης της αγάπης,                 ο μακαριστός Σισανίου και Σιατίστης Παύλος που και αυτός αναχώρησε για τις ουράνιες Μονές κατά τον μήνα Ιανουάριο του 2019, έχει ασκητικό χαρακτήρα, είναι μια διαρκής άθληση. Η άσκησις είναι το καλύτερο εργαλείο για την ανόρθωση της ψυχής και τη σωστή σχέση της με το σώμα, όπως αποδεικνύει και η ζωή των προαναφερθέντων Αγίων. Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι η άσκησις είναι ο σκοπός της πνευματικής ζωής. Είναι το μέσο για την επίτευξη του σκοπού που είναι η θέωση του ανθρώπου.

   Αν θέλαμε να ορίσουμε την ασκητική ζωή θα λέγαμε ότι είναι η επιδίωξη της ψυχικής τελειότητας του ανθρώπου μέσω της απονεκρώσεως των σωματικών επιθυμιών. Επιτυγχάνεται με την εγκράτεια, με τις εν μέτρω σωματικές κακουχίες και στερήσεις. Την άσκηση ως τρόπο ζωής την πρωτοσυναντάμε στην Παλαιά Διαθήκη, στα πρόσωπα του Προφήτου Ηλιού, του Προφήτου Ελισσαιέ και του Βαπτιστού Ιωάννου. Ενώ εν τω Χριστιανισμό οι πρώτοι μοναχοί εμφανίστηκαν στην Αίγυπτο, στις ερήμους της Νιτρίας και Θηβαΐδος. Και επεκτάθηκε αμέσως στην Συρία, στην Παλαιστίνη και στην Ανατολή. Αρχηγός της μοναστικής ζωής είναι         ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και ο λύχνος του Φωτός, ο Βαπτιστής Ιωάννης. Μιμητές τους άρχισαν σε ερήμους να χτίζουν Μοναστήρια και ιερά Φροντιστήρια και αγωνίζονταν να γίνουν επίγειοι Άγγελοι, να προσεγγίσουν την ύλη εις την αϋλία, να εξαϋλώσουν τη σάρκα εις το πνεύμα και να γίνουν άσαρκοι, ισάγγελοι με σκοπό να ενωθούν με τον Θεό. Πολύ γρήγορα ανάλογα με την άσκηση του καθενός διαμορφώθηκαν τα εξής τάγματα των Μοναχών:

α) οι Μοναχοί, είναι αυτοί που ζουν απομονωμένο βίο, δεν συμμετέχουν στα έργα των ανθρώπων και αποσύρονται είτε μόνοι σε έρημους τόπους και μεμονωμένα κελλιά, είτε σε ομάδες που κατοικούν σε ερημικές περιοχές ή σε βουνά,

β) οι Ασκητές, είναι αυτοί που σε οποιαδήποτε ηλικία αφιερώνουν τους εαυτούς τους σε πράξεις ευσεβείας, δηλαδή στην νηστεία, στην προσευχή, στην αγρυπνία και απαρνήθηκαν τις επιβλαβείς επιθυμίες και αισθήσεις. Και οι τόποι που εγκαταβιώνουν ονομάζονται ασκηταριά,

γ) οι Αναχωρητές, είναι αυτοί που διάγουν μοναστικό βίο χωρίς να εγκαθίστανται σε ερημικό τόπο,

δ) οι Ερημίτες, αυτοί που κατοικούν στους πιο ερημότερους τόπους, μόνοι τους σε κελλιά ή σε σπηλιές,

ε) οι Κοινοβιάτες, είναι αυτοί που ζουν σε ένα κοινό τόπο, το οποίο καλείται κοινόβιο. Κανείς δεν έχει κάτι δικό του αλλά τα πάντα τα έχουν κοινά,

στ) οι Στυλίτες, είναι αυτοί που ζουν επάνω σε στύλο. Πρόκειται για ένα δύσκολο και αυστηρό τρόπο ζωής,

υπάρχουν κι άλλα τάγματα, οι Σπουδαίοι, οι Εκλεκτοί, οι Ακοίμητοι, οι Βοσκοί, οι Ησυχαστές και πλήθος ονομάτων που καταδεικνύουν πόσο πολυάριθμα ήταν τα θρησκευτικά τάγματα στην αρχαία Εκκλησία.

   Όσον αφορά το τόπο της ασκήσεως του καθενός, θα λέγαμε, ότι τα όρη και ερημίες έγιναν χώροι όπου ζούσαν ερημίτες στην αρχή και οργανωμένοι μοναχοί αργότερα. Με την πάροδο των χρόνων αναζητούνταν πάντοτε πιο απομακρυσμένοι και απρόσιτοι στους πολλούς τόποι και όσο περισσότερο ζούσαν εκεί ασκητές, τόσο μεγαλύτερο θαυμασμό, αλλά και σεβασμό των πολλών ανθρώπων προκαλούσαν. Έτσι στα όρη οι ερημίτες σκάλιζαν τα ησυχαστήρια τους, σαν φωλιές αετών, και ύψωναν τα μοναστήρια τους ως φρούρια σε τόπους δυσπρόσιτους σε πολλούς, όπου ουδέποτε ή σπανίως πατούσαν πόδια ανθρώπων. Οι απόμακροι αυτοί τόποι έγιναν κατοικίες πολλών αναχωρητών με συνέπεια η άγρια φύση να εξημερωθεί και να αποκτήσει ζωή. Αφότου, λοιπόν, επέλεγαν δυσπρόσιτους τόπους διαμονής, μακριά από κατοικημένες περιοχές και αστικά κέντρα και πάντοτε βεβαίως με την δική τους προαίρεση, η απόφαση να αρνηθούν τα εγκόσμια και να οδηγηθούν με την θέληση τους στην νέκρωση του παλαιού ανθρώπου και στην κάθαρση των παθών, οι σωματικές κακουχίες και στερήσεις αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά στοιχεία της μοναχικής ζωής για την επίτευξη του σκοπού που ήταν πάντοτε η ένωση με τον Θεό και αυτή η πλησμονή του θείου έρωτα, ο διακαής πόθος των ασκητών, τους προσφέρει ότι υψηλότερο και πλέον αξιόλογο. Ο Μοναχισμός αναγνωρίζεται ότι είναι θεσμός εκκλησιαστικός που βασίζεται στο Ευαγγέλιο και σε παράδειγμα μεγάλων και θεοφόρων ανδρών αλλά και γυναικών.

   Όπως προαναφέρθηκε ο αρχηγός της μοναστικής ζωής είναι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και ο Πρόδρομός του, ο Βαπτιστής Ιωάννης. Ωστόσο, οι ανάγκες της διαβίωσης των ασκητών της ερήμου και η επιθυμία τους να βοηθηθούν και οι αδύνατοι μεταξύ τους για να επιτύχουν την τελείωση, επέβαλε την ανάγκη ταχείας οργάνωσης των ερημιτών σε κοινωνίες, δηλαδή στα λεγόμενα «κοινόβια», όπου η διαβίωση τους κατά ομοιόμορφο τρόπο υπό τον Αββά, παραλληλίζετε με τη ζωή του Κυρίου και των Αποστόλων, ως προς τον τρόπο διαβίωσης της πρώτης χριστιανικής κοινότητας. Ο μοναχισμός δεν είναι ένας χώρος απλής συγκατοίκησης, αλλά ένας τόπος ευχαριστίας, αθλήσεως, μετανοίας κι αγιασμού. Ένας χώρος που απλοί άνθρωποι επιλεγμένοι από τον Θεό για την αγγελική ζωή του μοναχικού πολιτεύματος, προσπαθούν και αγωνίζονται να κατακτήσουν την αγιότητα, να νεκρώσουν τον παλαιό άνθρωπο και τα πάθη του και να οδηγηθούν στην εν Χριστώ ανακαίνιση, ανάσταση και θέωση.

   Πρώτος γνωστός ερημίτης υπήρξε ο Παύλος εκ Θηβαΐδος αλλά ο πρώτος πραγματικός ηγέτης της ερήμου υπήρξε ο Μέγας Αντώνιος. Όμως, επειδή η μορφή αυτή του μοναχικού βίου δεν βρισκόταν ακόμη υπό τον έλεγχο της Εκκλησίας και εύκολα μπορούσε η απόλυτη μόνωση στην οποία ζούσαν να τους οδηγήσει σε αυθαιρεσίες, γι αυτό χρειαζόταν οπωσδήποτε έλεγχος των ερημιτών και καθοδήγηση της δραστηριότητος τους για την εξυπηρέτηση τον συνανθρώπων. Την αναγκαιότητα αυτή διαπίστωσαν νωρίς μερικές μεγάλες ασκητικές προσωπικότητες, οι οποίες φρόντισαν για τη μεταρρύθμιση  της ζωής των ερημιτών, όπως ο Ιλαρίων στη Γάζα της Παλαιστίνης, ο Αμμώνιος (†355) στη Νιτρία της Αιγύπτου και ο Μακάριος (†390) στη Σκήτη της Αιγύπτου. Έτσι ο ηγέτης της εκάστοτε Λαύρας, δηλαδή ασκητικού συγκροτήματος, ασκούσε με την κατά καιρούς επίσκεψη στα διασκορπισμένα κελλιά των ερημιτών μια σκιώδη εξουσία και εκτός από σύναξη μέσα στην κοινότητα για κοινή προσευχή, για όλα τα άλλα στέγη, ενδυμασία, διατροφή, εργασία και η ρύθμιση γινόταν ιδιωτικά. Το πιο οργανωμένο βήμα έγινε με το κοινοβιακό σύστημα το οποίο επέβαλε κατά πρώτον στην Αίγυπτο ο Όσιος Παχώμιος (†346) περί το 320 και από εκεί διαδόθηκε ταχύτατα στην Μ. Ασία, στην Παλαιστίνη κι άλλες περιοχές της Ανατολής καθώς και στη Δύση. Το οργανωτικό σύστημα του Οσίου Παχωμίου, εκτός από τη διοίκηση και την προσευχή, έθεσε υπό έλεγχο και τις υπόλοιπες εκδηλώσεις της ζωής των ερημιτών, την στέγη, την ενδυμασία, την διατροφή, την εργασία και έτσι η συναναστροφή των ερημιτών και η μοναχική τους ζωή έγινε ανετότερη και επιπλέον επέτρεψε να μπορούν να επιδοθούν στην άσκηση και γυναίκες, οι οποίες διέτρεχαν κίνδυνο να μονάσουν    κατ΄ ιδίαν. Η κοινή συμβίωση έφερε σε επικοινωνία και επαφή τους μοναχούς μεταξύ τους και τους υπενθύμισε εντονότερα τις υποχρεώσεις τους προς τον πλησίον, όπως αυτές καθορίζονται γι όλους τους πιστούς μέσα στο Ευαγγέλιο.

   Η κοινοβιακή ζωή των Παχωμιανών μοναστηριών δεν ήταν η τελευταία βαθμίδα στην εξέλιξη της μοναχικής ζωής της Ανατολής. Την τελική μορφή οργάνωσης του μοναχικού βίου έδωσε ο Μ. Βασίλειος ο οποίος έστρεψε τον μοναχισμό προς την φιλανθρωπική δραστηριότητα με το έργο του. Ο Μ. Βασίλειος μονάζων μαζί με άλλα μέλη της οικογένειας του στο κτήμα τους στον Πόντο, συνέταξε συνεργαζόμενος με τον Γρηγόριο τον Θεολόγο το περίφημο έργο του, τα Ασκητικά, στο οποίο κωδικοποίησε τους κανόνες του κοινοβιακού συστήματος, προσαρμόζοντας τους αυστηρούς ασκητικούς κανόνες του μοναχισμού της Αιγύπτου σε ένα ευρύτερο πλαίσιο κοινωνικής μαρτυρίας και προσφοράς των ασκητών. Το έργο αυτό απετέλεσε την βάση της οργάνωσης της μοναχικής ζωής γι όλους τους μεταγενέστερους χρόνους. Με αυτό το έργο του ο Μ. Βασίλειος συνιστούσε την συγκέντρωση των μοναχών σε οργανωμένες ομάδες σύμφωνα με την κοινωνική φύση των ανθρώπων.

   Με το Μοναχικό Σύνταγμα του Μ. Βασιλείου:

α) κατοχυρώνεται πλέον και βιβλικώς η κοινοβιακή μορφή της μοναχικής ζωής, κατά την οποία με την αυστηρή χειραγωγία και την καθοδήγηση του προεστώτος, επιδιώκεται από όλους τους μοναχούς ή πραγμάτωση του μοναχικού ιδεώδους ως το τελειότερο σύστημα μοναχικής συμβίωσης,

β) εισάγεται η έμπρακτη αγάπη προς τον πλησίον, ως κυριαρχούσα αρχή στις μοναχικές κοινότητες για την αποτελεσματικότερη μάλιστα εκπλήρωση της οποίας διευκολύνεται και η ίδια η προσέγγιση των μοναχών με την κοινωνία που έχει ανάγκη από έργα αγάπης,

γ) νομοθετείται και η εργασία ως επιβεβλημένη υποχρέωση και των μοναχών, οι οποίοι οφείλουν να εργάζονται προσευχόμενοι και να προσεύχονται εργαζόμενοι,

δ) θεσπίζεται η άγνωστη στους παλαιότερους μοναχούς μοναχική «ομολογία», η οποία δέσμευε πλέον τον μοναχό σ΄ όλη την μοναχική ζωή του,

ε) ενθαρρύνεται η προσέλευση των μοναχών στον κλήρο, την οποία ως γνωστόν απέκρουε ο παλαιότερος μοναχικός βίος και

στ) οι μοναχοί προτρέπονται να αφήσουν τις ερημίες τους και να κατέβουν κοντά στις πόλεις για να συγκροτήσουν εκεί φιλανθρωπικά κοινόβια, όπως έκανε και ο ίδιος ο Μ. Βασίλειος στην Καισάρεια, όπου οργάνωσε ολόκληρο συγκρότημα φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, το οποίο αργότερα έλαβε προς τιμήν του το όνομα «Βασιλειάς» και το οποίο διεύθυναν μοναχοί, ονομασθέντες «ορφανών πατέρες». Έτσι αργότερα και η Μονή Στουδίου υπήρξε όχι μόνο προπύργιο της ορθοδόξου πίστεως κατά των εικονομάχων, αλλά παράλληλα και αξιολογότατο κέντρο φιλανθρωπικής και κοινωνικής δράσεως στην Κωνσταντινούπολη. Αλλά, η πολύπλευρη αυτή δράση των μοναχών της, δεν εμπόδισε να καλλιεργείται έντονα      η μυστική ζωή μέσα στην αδελφότητα, από την οποία αναδείχθηκε ο κυριότερος εκπρόσωπος του μυστικισμού, ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος και ουσιαστικώς ο πρωτεργάτης του ησυχασμού Γρηγόριος ο Παλαμάς κι αργότερα οι Κολλυβάδες Πατέρες.

   Η μοναχική ζωή αποτελείται από τρείς βασικές αρετές, την παρθενία, την ακτημοσύνη και την υπακοή. Οι οποίες περιλαμβάνουν την ασκητική διάσταση της ζωής των μοναχών. Η παρθενία είναι η «κατ΄ εικόνα» ζωή του Ιησού, η υπόσχεση που μας ενώνει με τον Χριστό, μας ανακεφαλαιώνει και μας ολοκληρώνει. Δεν είναι απλή και δεν αφορά μόνο τον ηθικό καθαρμό, αλλά τον συνολικό καθαγιασμό της υπάρξεως, που κορυφώνεται στην παρθενία της καρδιάς, που είναι η αγάπη. Η ακτημοσύνη προβάλλεται με την έννοια του αυτοπεριορισμού. Απελευθερώνει τον άνθρωπο από την επιρροή των υλικών πραγμάτων ή αγαθών και είναι η ευαγγελική απάντηση ότι ο άνθρωπος δε ζει μόνο με το ψωμί αλλά πάνων απ΄ όλα με την αλήθεια που τον ελευθερώνει. Και τέλος, η υπακοή η μέγιστη αρετή στην ζωή των μοναχών δεν σημαίνει άρνηση της προσωπικής ελευθερίας. Αντίθετα είναι η επιβεβαίωση και το κριτήριο της αληθινής ελευθερίας. Ο εγωισμός και η φιλαυτία είναι η ουσιαστική άρνηση της ελευθερίας. Την υπακοή την αθέτησε ο Αδάμ και κατρακύλησε στον άδη. Την υπακοή αγάπησε ο Κύριος, υπακούοντας σύμφωνα με τον λόγο της οικονομίας στον Πατέρα Του μέχρι σταυρικού θανάτου. Ο καθημερινός αγώνας  των μοναχών για τη διατήρηση τους προϋποθέτει επιλογές και επιβάλλει συμπεριφορές αντίθετες προς τις επικρατούσες στον κόσμο. Με  τον καθημερινό αγώνα τους οι μοναχοί προσπαθούν να επιτύχουν την κάθαρση από τα πάθη της σαρκός και της ψυχής τους και να φθάσουν στην εκπλήρωση του σκοπού τους στην ένωση δηλαδή με τον Θεό. Στην ασκητική αρετολογία εκτός από τις τρείς παραπάνω αρετές προστέθηκαν κι άλλες αργότερα που αποτέλεσαν την οκτάδα των θανάσιμων λογισμών. Η υπερηφάνεια, η γαστριμαργία, η πορνεία, η φιλαργυρία, η οργή, η λύπη, η ακηδία και η κενοδοξία, οι οποίες αποτελούν απειλή για την ηθική ακεραιότητα του κάθε μοναχού. Τα πάθη των λογισμών αυτών έπρεπε και πρέπει να νεκρωθούν για να αποκτηθεί η απάθεια. Στον πνευματικό αγώνα ο μοναχός για την τελειότητα έχει ως ισχυρά όπλα τον αυτοέλεγχο και την αυτοανάκριση, αλλά ως κύριο και πανίσχυρο όπλο έχει την διαρκή και έντονη προσευχή. Ο ιερός Χρυσόστομος, όντας ο ίδιος άνθρωπος της προσευχής έλεγε ότι η προσευχή είναι τροφή της πνευματικής ζωής και αν την στερήσεις από τον εαυτό σου είναι σαν βγάζεις το ψάρι από το νερό. Γι αυτό συνιστούσε όλοι οι πιστοί κι όχι μόνο οι μοναχοί να προσεύχονται.

   Στην συνέχεια μεγάλα μοναστικά κέντρα συναντάμε τον 9ο και τον 10ο αιώνα σε διάφορα σημεία της Βυζαντινής επικράτειας. Μεταξύ των οποίων και η Ιστορική και Παλαίφατος Μονή της Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων που ανοικοδομήθηκε το 961  μ. Χ. από ένα συνασκητή του Οσίου Αθανασίου, κτίτορος της Μεγίστης Λαύρας, τον Μοναχό Ευγένιο. Ο ναΐσκος που διασώζεται καλύπτεται από τοιχογραφίες της μεταβυζαντινής τέχνης του 1645, όμως διαπιστώνεται και παλαιότερη αγιογράφηση της Παλαιολογείου εποχής στο Άγιο Βήμα. Στη Μονή άρχισαν να συγκεντρώνονται πολλοί αναχωρητές από διάφορες περιοχές που έφθασαν μάλιστα σε κάποια περίοδο τον αριθμό των 960 μοναχών. Ο πολύ μεγάλος αυτός αριθμός γίνεται ακόμη μεγαλύτερος αν σκεφτούμε ότι έπρεπε να εγκατασταθεί και να εξυπηρετηθεί στον απόκρημνο και περιορισμένο χώρο της Αγίας Λαύρας, η οποία φυσικά δεν είχε δυνατότητες κάλυψης τόσων αναγκών που δημιούργησε η ταχύτατη αύξηση των μοναχών της. Με αποτέλεσμα η μοναχική ζωή των Αγιολαυριωτών Πατέρων να διαμορφωθεί κατά τον εξής τρόπο. Οι μοναχοί δεν έμεναν όλοι στον ίδιο τόπο, αλλά κατά ομάδες ή και μεμονωμένα σε δικές τους καλύβες μακριά από τη Μονή, όπου και επεδίδοντο στη χειροτεχνία. Τα είδη που κατασκεύαζαν τα έφερναν στη Μονή μέσω της οποίας τα πωλούσαν για δικό τους κέρδος. Εκεί παρέμεναν το Σάββατο και την Κυριακή, ενώ ύστερα επέστρεφαν στις καλύβες τους με λίγα τρόφιμα επαρκή για ολόκληρη την εβδομάδα. Σχετικά με τα διοικητικά της Μονής πουθενά δεν φαίνεται κάποια ιδιαίτερη εξάρτηση από τη Μεγίστη Λαύρα του Αγίου Όρους, ενώ αντιθέτως πλήθος μαρτυριών και πηγών πιστοποιούν ότι αναπτύχθηκε και παρέμεινε ανεξάρτητη. Μια από αυτές αποτελεί το πατριαρχικό συγγίλιο του 1615, το οποίο μας δίνει με λεπτομέρειες το καθεστώς ανεξαρτησίας τόσο της ίδιας της Μονής την οποία αποκαλεί σταυροπηγιακή όσο και των μετοχίων που της ανήκαν. Το 1585 αυτή η πρώτη Μονή καταστράφηκε από φωτιά που αποδόθηκε σε εμπρησμό των Τούρκων. Για 15 χρόνια η κατεστραμμένη Μονή παρέμεινε εγκαταλελειμμένη. Οι μοναχοί που είχαν διασωθεί από την καταστροφή των Τούρκων είχαν εγκατασταθεί στο μετόχι του Αγίου Γεωργίου στα Λεχαινά Ηλείας. Το 1600 συσπειρώθηκαν γύρω από τον Μοναχό Ιωάννη που καταγόταν από τα Καλάβρυτα, ο οποίος κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες για την ανασυγκρότηση της Μονής.

   Η τοποθεσία αυτής της πρώτης Μονής ήταν περιορισμένη, αλλά εκτός αυτού η εδαφολογική σύνθεση με τους βράχους πάνω από τη Μονή αποτελούσε διαρκή απειλή. Κάποτε εξαιτίας της πτώσεως ενός βράχου καταστράφηκαν πολλά κελλιά και τα άλλα βρίσκονταν σε επικίνδυνη κατάσταση. Έτσι άρχισε η ανέργηση του νέου κτιρίου της Μονής την 19η Μαρτίου του 1689 νοτιοδυτικά της σημερινής θέσης και γύρω από το σωζόμενο ιστορικό ναό. Αυτή η δεύτερη Μονή υπέστη φοβερές επιδρομές και λεηλασίες. Στην συνέχεια συγκεντρώνοντας τις δυνάμεις της κατά τα είκοσι πρώτα έτη του 19ου αιώνα η Μονή προετοιμάστηκε για την μεγάλη εξόρμηση του Γένους. Έτσι στις 17 Μαρτίου του 1821, στην αγρυπνία του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών Αλεξίου, που η Κάρα του φυλάσσεται στην Μονή και είναι                       ο πολιούχος της πόλεως των Καλαβρύτων, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός όρκισε τους οπλαρχηγούς στο παραπέτασμα της Ωραίας Πύλης, το σημερινό Ιστορικό Λάβαρο της Επαναστάσεως που φέρει την Κοίμηση της Θεοτόκου κεντημένη με μάγγανο. Όμως, ως αντίποινα για την ορκωμοσία των οπλαρχηγών, ο Ιμπραήμ στις 4 Μαΐου του 1826 πυρπόλησε το ένδοξο Μοναστήρι της Αγίας Λαύρας και διασώθηκε μόνο το καθολικό της Μονής στο οποίο είχε λειτουργήσει ο Παλαιών Πατρών Γερμανός.

   Οι Αγιολαυριώτες Πατέρες ήταν αυτοί που πρώτοι είδαν την ανασυγκρότηση της Μονής ως υπέρτατο χρέος ευγνωμοσύνης προς τον Θεό, αλλά συγχρόνως και ως εθνικό καθήκον. Έτσι το 1828 άρχισε η ανέργεση της νέας τρίτης Μονής στη θέση που βρίσκεται σήμερα και το 1833 η ανοικοδόμηση του νέου Ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, εντός του περιβόλου της νέας τρίτης Μονής. Η Μονή ολοκληρώθηκε με πολλές δυσκολίες, δίνοντας την δική της μάχη για επιβίωση και τα κατάφερε. Στην καρδιά των Ελλήνων ήταν, είναι και θα είναι συνυφασμένη με την αρχή της επαναστάσεως και πάντα αποτελεί το επίκεντρο του ενδιαφέροντος κάθε Έλληνα. Αργότερα με την έκρηξη του πολέμου το 1940 η Λαύρα των Καλαβρύτων θα δοκιμαστεί για ακόμη μια φορά και για ακόμη μια φορά θα καταφέρει με τις πρεσβείες της Παναγίας της Λαυριωτίσσης να επιβιώσει και να διαφυλάξει την μεγάλη της Εθνική παρακαταθήκη. Η Λαύρα μπαίνει σε στάδιο αγώνων, αλλά δίνει και μαρτυρία θυσίας και προσφοράς στον ελληνικό λαό  και στους κατοίκους της περιοχής. Η χιτλερική θηριωδία δεν μπορούσε να αφήσει εκτός του κύκλου των κακουργημάτων της τα Καλάβρυτα. Στις 13 Δεκεμβρίου του 1943 το προμελετημένο έγκλημα των Γερμανών ήδη από το καλοκαίρι του 1943 γίνετε πραγματικότητα, τα Καλάβρυτα γίνονται παρανάλωμα του πυρός και εκτελείται  με βάναυσο και απάνθρωπο τρόπο ο Καλαβρυτινός ανδρικός πληθυσμός. Την επομένη στις 14 Δεκεμβρίου η Λαύρα της Επαναστάσεως θα πυρποληθεί και αυτή και θα διασωθεί μόνο το καθολικό τη Μονής, κάποιες αποθήκες και ο ξυλόφουρνος της Μονής από τον οποίο το επόμενο διάστημα θα εφοδιάσουν με ψωμί οι Αγιολαυριώτες Πατέρες τα ορφανά των Καλαβρύτων. Κάποιοι από τους Μοναχούς θα πέσουν στα χέρια των βαρβάρων κατακτητών και θα εκτελεσθούν για να προστεθούν κι αυτοί στο μαρτυρολόγιο της Εκκλησίας μας.

   Μέσα σε όλους αυτούς τους αιώνες, από την ίδρυση της Μονής, πολλοί μοναχοί διέπρεψαν για την άσκηση τους και τον ηρωισμό τους σε όλες αυτές τις αντίξοες συνθήκες που προαναφέρθηκαν. Οι κτήτορες της Μονής οι Μοναχοί Ευγένιος και Ιωάννης καθώς και ο κτήτορας της δεύτερης Ιστορικής Μονής, ο Ιερομόναχος Ευγένιος έμειναν στην ιστορία της Μονής ως φωτεινά παραδείγματα ασκήσεως, αφοσιώσεως, πίστεως και προσφοράς. Μάρτυρες της πίστεως, όπως ο ιεροδιάκονος Παΐσιος που κατακρεουργήθηκε από τους Αλβανούς το 1773 καθώς και οι πατέρες που αφότου βασανίστηκαν εκτελέσθηκαν από  τα Γερμανικά στρατεύματα κατοχής το 1943. Ηγούμενοι της Μονής, οι οποίοι διακρίθηκαν για τις αρετές τους, για την τήρηση των μοναχικών τους υποσχέσεων και οδήγησαν τους υποτακτικούς τους σε μεγάλα μέτρα ασκήσεως, όπως οι Ιερομόναχοι Τιμόθεος, Ζαχαρίας και Άνθιμος, που διέπρεψαν προεπαναστατικά. Αλλά και μεταγενέστεροι, με τον λόγιο Ιερομόναχο Αγάπιο Θεοφανόπουλο να ξεχωρίζει, τον Ιερομόναχο Σεραφείμ Ρηγόπουλο γέροντα του π. Ευσεβίου Γιαννακάκη να αφήνει την δική του πνευματική παρακαταθήκη και άξιους υποτακτικούς που διακρίθηκαν για το πνευματικό και ασκητικό τους φρόνημα. Οι Καθηγούμενοι Ιερομόναχοι Πολύκαρπος Πάϊκος και Άνθιμος Δημακόπουλος που διακρίθηκαν για την αγωνιστικότητα τους παραδίδοντας στους διαδόχους τους την πνευματική παρακαταθήκη που κληρονόμησαν. Αρχιερείς, αδελφοί της Μονής που έλαμψαν πνευματικά στους Αρχιερατικούς τους θρόνους, όπως ο Κωνστάντιος Ανδρούσης που γλυτώνοντας από τα χέρια του Ζένιου Χάρου το 1773 όχι μόνο ενίσχυσε οικονομικά την Μονή από την Κωνσταντινούπολη αλλά επέστρεψε στη Μονή το 1806 και έλαβε μέρος στην ορκωμοσία δίπλα στον Π. Π. Γερμανό. Οι Μητροπολίτες Δημητριάδος Ηλίας και Θεόκλητος Αιτωλοακαρνανίας που διακρίθηκαν για το ασκητικό τους φρόνημα. Μάλιστα ο Αιτωλοακαρνανίας Θεόκλητος ζούσε με συνεχή ελεημοσύνη και φιλανθρωπία χωρίς να κρατά τίποτα για τον εαυτό του. Κοιμόταν ασκητικά χωρίς στρώμα και στο επισκοπικό του κελλί δεν βρέθηκαν μετά την ταφή περιττά αντικείμενα παρά μόνο τα αναγκαία. Ιερομόναχοι και Μετοχιάριδες της Μονής όπως στον Άγιο Γεώργιο τον Κουδουνά στην Πρίγκηπο της Κωνσταντινουπόλεως, ο Ιερομόναχος Διουνύσιος Παϊκόπουλος που βρέθηκε άφθορος κατά την εκταφή του, καθώς και ο διάδοχός του Ιερομόναχος Κλεόνικος Γεωργίου. Ο Μοναχός Βασίλειος Χασκόπουλος που η ευωδία των λειψάνων του μαρτυρεί την οσιακή και ασκητική του ζωή. Ο Ευσέβιος Κηπουργός, αυτός ο αυστηρός και γλυκύς Ιεροδιάκονος που πρόσφερε τον εαυτό του ολοκαύτωμα στα ορφανά των Καλαβρύτων από την εγκληματική καταστροφή των Γερμανών επαναλειτουργώντας το Γυμνάσιο Καλαβρύτων και δίνοντας νέα πνοή στην νεκρή και μαρτυρική πόλη των Καλαβρύτων. Ο αφανής και άγνωστος σε όλους Μοναχός Χαρίτων Παπαοικονόμου από το Λεχούρι Καλαβρύτων, υποτακτικός του Οσίου Αθανασίου Χαμακιώτη, που φρόντισε η ιστορία να μη απαθανατίσει ούτε την όψη του σε φωτογραφικό χαρτί. Την οσιακή του ζωή την μαρτυρούν οι Γέροντες Ευσέβιος Γιαννακάκης και Άνθιμος Δημακόπουλος. Πρόκειται για έναν υποδειγματικό μοναχό που οι παλαιοί κρατούσαν μαντήλια, έκλαιγαν όταν μιλούσε και κήρυττε τον Θείο Λόγο. Ένας αυστηρός μοναχός με τον εαυτό του, που απέφευγε τις συναναστροφές με τους άλλους και μάλιστα με τις γυναίκες. Ένας βιαστής μοναχός, καθημερινώς έτρεχε στο Παλαιομονάστηρο για να ανάψει το καντήλι της Παναγίας της Λαυριωτίσσης ακόμα και με τις πιο άσχημες καιρικές συνθήκες ακόμη και περπατώντας για την χάρη Της μέσα στο χιόνι. Ένας ελεήμων μοναχός, που δεν κρατούσε τίποτα από αυτά που του έδινε η ιδιόρρυθμη τότε Μονή, αλλά τα μοίραζε στους φτωχούς και στα ορφανά των Καλαβρύτων. Κάτι αρβυλοειδή παπούτσια φορούσε, ένα ράσο είχε, ένα σκούφο και τίποτα άλλο.

   Η Λαύρα της Επαναστάσεως και της Ορκωμοσίας των οπλαρχηγών του 1821 έχει και καυχάται πνευματικά στις ημέρες μας δυο μεγάλες οσιακές μορφές. Τον πρόσφατα αγιοκαταταγμένο Όσιο Αθανάσιο τον Χαμακιώτη και τον Όσιο Γέροντα Ευσέβιο Γιαννακάκη. Γνήσια πνευματικά τέκνα των Αγιολαυριωτών Πατέρων που προαναφέρθηκαν. Ο Όσιος Αθανάσιος που σε ηλικία των 15 χρόνων αφιερώθηκε στην φημισμένη Αγία Λαύρα, όπου μόναζε ο αδελφός της μητέρας του Ιερομόναχος Χαρίτων. Αν και έφηβος πήρε από την αρχή στα σοβαρά την μοναχική ζωή. Σταδιακά εξοικειώθηκε με τους μοναστικούς κανόνες, το λατρευτικό πρόγραμμα της Μονής, το οποίο ισχύει και στις ημέρες μας, τις νηστείες, τις αγρυπνίες, την υπακοή και τα διακονήματα. Τελειώνοντας το Γυμνάσιο Καλαβρύτων και την Ιερατική Σχολή της Άρτας τον Οκτώβριο του 1913 εκάρη μοναχός στο καθολικό της Μονής της Αγίας Λαύρας. Οι μοναχικές υποσχέσεις που έδωσε κατά την κατανυχτική στιγμή της κουράς του συνοδεύονταν και από την απόφασή του να σηκώσει με προθυμία τον σταυρό του Χριστού πάνω στον οποίο θα κάρφωνε τα πάθη και τις αδυναμίες του, αλλά και να λιώσει σαν τη λαμπάδα που κρατούσε για την αγάπη του Χριστού και την υπηρεσία των ανθρώπων. Απόφαση που τηρήθηκε στο ακέραιο με συνέπεια. Ήταν τακτικός στις ιερές ακολουθίες της Μονής, κατέβαινε στο ναό πριν από όλους και ώσπου να συγκεντρωθούν οι άλλοι μοναχοί εκείνος προσευχόταν. Στο κελλί του συνέχιζε τη μελέτη της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας. Ο Μητροπολίτης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Τιμόθεος Αναστασίου τον ξεχώρισε για την πνευματικότητα του και αφού τον χειροτόνησε Διάκονο το 1916 τον τοποθέτησε στη θέση του αρχιδιακόνου και γραμματέως της Μητροπόλεως του. Όμως, ο Όσιος Αθανάσιος ζήτησε ένα χρόνο μετά να επιστρέψει στη Μονή της μετανοίας του. Ο Ηγούμενος και το Συμβούλιο εκτιμώντας τις ικανότητες του ανέθεσαν τα καθήκοντα του Γραμματέως της Αγίας Λαύρας. Στις    30 Σεπτεμβρίου του 1921 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος από τον προαναφερθέντα Μητροπολίτη. Ως εφημέριος της Μονής επί δέκα ολόκληρα χρόνια τέλεσε τις Θείες Λειτουργίες και πρόσφερε τις υπηρεσίες του ως Ηγουμενοσύμβουλος της Μονής μετά την εκλογή του το 1922, χωρίς να μειώσει καθόλου τον πνευματικό του αγώνα για τον προσωπικό του αγιασμό δια της προσευχής, της νηστείας, της αγρυπνίας, της υπακοής και της ταπείνωσης. Στις 18 Ιανουαρίου του 1930 χειροθετήθηκε πνευματικός από τον Μητροπολίτη Καλαβρύτων Τιμόθεο, ως εξομολόγος άφησε φήμη αγαθή στις χιλιάδες των χριστιανών που τον είχαν πνευματικό στα Καλάβρυτα αλλά προπαντός στην Αττική. Ανάμεσα στους εξομολογούμενους περιλαμβάνονται σημαντικές προσωπικότητες των γραμμάτων, της πολιτικής, του κλήρου, άγιοι της Εκκλησίας μας, όπως ο Όσιος Αμφιλόχιος Μακρής, φημισμένοι Γέροντες όπως ο συνμοναστής του Ευσέβιος Γιαννακάκης και ο Φιλόθεος Ζερβάκος, Μητροπολίτες όπως ο Πειραιώς Χρυσόστομος και ο Αργολίδος Ιάκωβος. Ο Όσιος προσβλήθηκε αργότερα από πλευρίτιδα με αποτέλεσμα να αφήσει το δύσκολο κλήμα των Καλαβρύτων μετά από 25 χρόνια και να αναζητήσει το καταλληλότερο κλίμα της Αττικής. Στην Νερατζιώτισσα άρχισε μια νέα πνευματική περίοδος σε μια εποχή που η πνευματικότητα χρειαζόταν αναζωπύρωση. Το 1961 αποσύρθηκε στο Ησυχαστήριο της Παναγίας της Φανερωμένης που ίδρυσε στην Ροδόπολη Σταμάτας, ώσπου έφτασε η στιγμή να ετοιμαστεί για το αιώνιο ταξίδι, φεύγοντας για τις ουράνιες Μονές στις 17 Αυγούστου του 1967.

   Ο Όσιος, διακρίθηκε για την ελεημοσύνη του, την φιλοξενία του, την ταπείνωσή του, την παιδική του απλότητα. Βρισκόταν σε συνεχή πορεία μετανοίας. Ακτινοβολούσε με την αγία ζωή του, τις άγιες αρετές του, την αγία μορφή του, μια μορφή λευκή, φωτεινή, πάνω στην οποία ήταν καλλιτεχνικά ζωγραφισμένη η αγάπη, η ταπείνωση, η ευγένεια, η γλυκύτητα, η απλότητα. Την αίσθηση της αγιότητας του, την είχαν όλοι στο Μαρούσι. Είχε από το Θεό το χάρισμα της θαυματουργίας. Τα πνευματικά του παιδιά διηγούνται πολλά σημεία που επιτέλεσε στην ζωή και μετά θάνατον. Προσευχόταν σε ανομβρία και ο Θεός ανταποκρινόταν με την πολυπόθητη βροχή. Θεράπευε δια της προσευχής ασθενείς με απλές αρρώστιες, με ψυχονευρωτικά προβλήματα, με πνευμονίες και καρκίνους. Θεράπευσε με την προσευχή του δαιμονισμένο και ο διάβολος δεν μπορούσε να αντέξει και έφυγε. Η ζωή του Οσίου Αθανασίου ήταν «Χριστοῦ εὐωδία» και πολλές φορές ευωδίαζε κυριολεκτικά. Με το προορατικό του χάρισμα ο Όσιος συμβούλευε όσους ανθρώπους τον πλησίαζαν, ωστόσο και στις δύο περιπτώσεις γινόταν αντιληπτός από τα πνευματικά του τέκνα.

   Τέλος ο πνευματικός μας παππούς, Όσιος Γέροντας Ευσέβιος Γιαννακάκης, πνευματικός του Γέροντα μας, νυν Καθηγούμενου της Μονής της Αγίας Λαύρας Αρχιμανδρίτου Ευσεβίου. Που διατήρησε το ασκητικό του φρόνημα μέχρι το τέλος της ζωής του. Γεννήθηκε το 1910 στο Γεωργίτσι της Λακωνίας. Η επί γης συνάντηση του με τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο στην ηλικία των 10 με 11 χρόνων καθόρισε όλη του τη μετέπειτα πορεία του. Το 1941 κατόπιν προτροπής του πνευματικού του  π. Πολυκάρπου Ανδρώνη με τον οποίο συσχετίστηκε και ο Όσιος Βησσαρίων ο Αγαθωνίτης καθώς και ο γνωστός για το πλούσιο συγγραφικό του έργο Γέροντας Ιωήλ Γιαννακόπουλος, υποτάχθηκε σε μια από τις πιο οσιακές και σεβάσμιες πατερικές μορφές της Αγίας Λαύρας τον Γέροντα Σεραφείμ Ρηγόπουλο. Στις 23 Αυγούστου του 1942 εκάρη μοναχός. Τον Δεκέμβριο του 1943 έζησε από κοντά τα δραματικά γεγονότα της Καταστροφής των Καλαβρύτων και της Αγίας Λαύρας. Ήταν ένα από τα πρόσωπα που υλικά και πνευματικά στήριξε τις χήρες και τα ορφανά. Ξεκίνησε ένα πλούσιο κατηχητικό έργο στην περιοχή των Καλαβρύτων. Το φθινόπωρο του 1944 μετά από εισαγωγικές εξετάσεις εγγράφεται στο Γυμνάσιο Καλαβρύτων και ολοκληρώνει τις σπουδές του, αποδεικνύοντας το ασκητικό του φρόνημα. Ξυπνά αχάραγα για να επιτελέσει τα μοναχικά του καθήκοντα, ανάβει τα καντήλια, προετοιμάζει την εκκλησία και φεύγει για το σχολείο. Πηγαινοέρχεται με τα πόδια από την Μονή στα Καλάβρυτα και στα γύρω χωριά για να κηρύξει τον Θείο Λόγο. Η καθημερινότητα του είναι ένας συνεχής αγώνας. Το 1951 ο τότε Μητροπολίτης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Αγαθόνικος εκδίωξε από την Μονή τους καλύτερους εργάτες του Ευαγγελίου, τους μετέπειτα μακαριστούς Μητροπολίτες Δημητριάδος Ηλία και Αιτωλοακαρνανίας Θεόκλητο τους οποίους διέγραψε από το μοναχολόγιο και τον Γέροντα Ευσέβιο Γιαννακάκη που επειδή τον αγαπούσε επέτρεψε απλά να απομακρυνθεί. Και όλα αυτά διότι οι τρείς Αγιολαυριώτες Πατέρες προέρχονταν από την αδελφότητα «Ζωή» που ο Καλαβρύτων ήταν αντίθετος. Έπειτα σπούδασε στη Θεολογική Σχολή και χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος στον Ι. Ν. της Καπνικαρέας. Διορίστηκε εφημέριος στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Αθηνών. Για τριάντα πέντε χρόνια έζησε ως ασκητής μέσα στο Νοσοκομείο. Το 1967 ίδρυσε την Ι. Μ. των Εισοδίων Θεοτόκου στο Μαρκόπουλο Ωρωπού. Και το 1987 μετά την συνταξιοδότηση του την Ι. Μ. Αγ. Ιωάννου του Θεολόγου Βερίνου. Στις 8 Μαΐου του 1995 εορτή το Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου λειτούργησε για τελευταία φορά. Γνώριζε εκ των προτέρων ότι σε σαράντα ημέρες θα ολοκλήρωνε την επίγεια πορεία του. Αντιμετώπισε την ασθένεια του με το «Δόξα Σοι ο Θεός» στα χείλη. Στις 19 Ιουνίου του 1995 αναφωνώντας πως όλα γύρω του λάμπουν αναχώρησε για τις ουράνιες μονές. Η ζωή του Γέροντα Ευσεβίου ήταν ασκητική μέχρι τέλους. Στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο έμενε σε ένα δωμάτιο στην ταράτσα του παλαιού κτηρίου χωρίς μόνωση, θέρμανση και βοηθητικούς χώρους. Κάποιες φορές λόγω υποχρεώσεων δεν προλάβαινε ανοιχτή την τραπεζαρία και έμενε νηστικός. Ήταν διαρκώς δίπλα στους ασθενείς. Άρχιζε την προσκομιδή στις 4:00 το πρωί και μνημόνευε αμέτρητα ονόματα. Όταν τελείωνε την Θεία Λειτουργία ανέβαινε στους θαλάμους για να κοινωνήσει τους εξομολογούμενους ασθενείς. Ζούσε με διαρκή ελεημοσύνη εν «τῷ κρυπτῷ». Έδινε ιερατικά άμφια και όσα δώρα του έκαναν και αυτός ήταν ντυμένος με φθαρμένα ρούχα. Το σώμα του μετά την ταφή έμεινε ζεστό και εύκαμπτο. Οι ιερείς που τον ετοίμασαν έδωσαν στις μοναχές τη φανέλα, το πουκάμισο και τις πιζάμες του τα οποία όταν ανοίχτηκαν μετά από δεκαπέντε ημέρες ευωδίαζαν. Υπήρξε ανεξίκακος, συγχωρούσε και ευεργετούσε όποιον τον έβλαπτε. Ο Θεός τον είχε αξιώσει και με το θεραπευτικό χάρισμα. Ήταν ειρηνικός και πράος. Δεν οργιζόταν, δεν παραπονιόταν, δεν αγωνιούσε για πράγματα υλικά. Δοξολογούσε τον Θεό για κάθε χαρά, δεχόταν με υπομονή κάθε δοκιμασία. Η μεγαλύτερη αρετή του ήταν η ταπείνωση. «Όλα είναι δώρα του Θεού. Δικές μας είναι μόνο οι αμαρτίες…» έλεγε. Εργαζόταν άοκνα και αθόρυβα για τη Δόξα του Θεού. Έκρυβε  την πνευματική του πρόοδο… Η ζωή του είναι γεμάτη από θαυμαστά γεγονότα ένα από αυτά είναι εκείνο που είχε σχέση με την πυρπόληση της Μονής της μετανοίας του από τους Γερμανούς. Καθώς ξημέρωνε η 14η Δεκεμβρίου ημέρα Τρίτη έπρεπε να σημάνει για την Ακολουθία στις τεσσερισήμισι. Είχε όμως μια πολύ κακή προαίσθηση. «Έβλεπα μπροστά μου τους Γερμανούς να δρουν» έλεγε ο ίδιος αργότερα. Με τη δική του πρωτοβουλία σήμανε στις τρείς και τέταρτο. Ωστόσο ούτε ο Ηγούμενος ούτε κανείς άλλος δεν του έκανε παρατήρηση. Αν ο Γέροντας Ευσέβιος δεν κτυπούσε μια ώρα και πλέον νωρίτερα οι Γερμανοί θα τους έπιαναν μέσα στον Ναό και η αδελφότητα της Αγίας Λαύρας θα αφανιζόταν.

    Ωστόσο, στην εποχή μας θεωρούμε πολύ φυσικό πως εκείνοι που οφείλουν καθημερινά να κακοπαθούν με αγρυπνίες, νηστείες και στερήσεις είναι οι μοναχοί και οι ασκητές. Κάποιος έλεγε ότι ο ανθρώπινος βίος έχει τόσες δυσκολίες, ώστε να μην χρειάζεται να του προσθέσουμε κι άλλες. Έτσι όμως χωρίζεται ο κόσμος σε ασκητές και μη ασκητές. Ο Απ. Παύλος τονίζει τη θεληματική κακοπάθεια στη ζωή μας. Λέει, προς τον μαθητή του Τιμόθεο «γύμναζε δέ σεαυτόν πρός εὐσέβειαν»  (Α΄ Τ ιμ. 4,7), γιατί η σωματική γυμναστική λίγο ωφελεί, η ευσέβεια όμως είναι ωφέλεια για κάθε πράγμα. Αλλού λέει ο Απ. Παύλος στον Τιμόθεο «κακοπάθησον» (Β΄ Τ ιμ. 4,5). Και ο ι. Χρυσόστομος ερμηνεύοντας το, τονίζει ότι σημείο γνήσιο ενός εργάτη του Ευαγγελίου είναι η άσκησις.

   Η άσκησις είναι ο καθημερινός αγώνας του πιστού ανθρώπου να αφανίσει τη φιλαυτία, η οποία έχει πολλές μορφές. Πρώτη μορφή είναι η φιλοδοξία, δηλαδή ο άνθρωπος θεωρεί τον εαυτό του ως το κέντρο του κόσμου συνεπώς όλοι οι άλλοι οφείλουν να τον υπηρετούν. Δεύτερη μορφή είναι η φιληδονία, ο άνθρωπος εκλαμβάνει τον συνάνθρωπο ως σκεύος κάθε μορφής ηδονής. Και τρίτη μορφή η φιλοχρηματία, ο άνθρωπος θεωρεί τα όντα και τα πράγματα ως αναλώσιμα, που χρησιμοποιούνται και αντικαθίστανται, συνεπώς δεν μπορεί να δημιουργήσει καμιά σχέση μαζί τους. Με την άσκηση όμως μπορεί να επιτύχει την παρουσία του Θεού στην ζωή του και να διαφυλαχθεί από τις παγίδες του διαβόλου. Με την προσευχή ο άνθρωπος ασκείται να αφουγκράζεται τη φωνή του Θεού. Κι αυτό δεν τον κάνει άβουλο αλλά τον φέρνει σε ρήξη με ότι συγκρούεται με το θέλημα του Θεού. Με την νηστεία, ο άνθρωπος ξέρει ότι υπάρχει βιολογική πείνα, χωρίς την ικανοποίηση της οποίας πεθαίνει. Η νηστεία τον βοηθά να συνειδητοποιήσει ότι υπάρχει και υπαρξιακή πείνα που κι αυτής η μη ικανοποίηση οδηγεί στο θάνατο. Και η αγρυπνία, με την οποία ασκείται ο άνθρωπος να είναι άγρυπνος, ώσπου τα σκοτάδια της αμαρτίας να παραχωρήσουν τη θέση τους στο φως του Χριστού.

   Σημεία ασκήσεως και κακοπάθειας είναι η εκκοπή του αμαρτωλού μας φρονήματος, η υπακοή μας στις εντολές του Θεού και στους κανόνες της Εκκλησίας, η αδιάκριτη αγάπη προς όλους, τα δάκρυα της μετανοίας, η υπομονή στις θλίψεις και κάθε άλλη θεοφιλής άσκηση, η απέραντη υπομονή στις καθημερινές επιθέσεις του πονηρού, ο επίμονος καθαρισμός της καρδιάς μας και του νου μας, η σωστή ελεημοσύνη, η χωρίς γογγυσμό ιεραποστολική προσπάθεια μας. Η πνευματική κακοπάθεια και η άσκηση έξω από την Εκκλησία δεν υπάρχουν. Η άσκησις στην Ορθοδοξία δεν είναι μια στείρα καθηκοντολογία, μια πιστή τήρηση ενός άκαμπτου τυπικού, ένας τακτικός καθωσπρεπισμός, μια υποκριτική ευσέβεια. Άσκησις είναι η αγάπη. Άσκησις είναι η ταπείνωση. Άσκησις σημαίνει υπακοή στην Εκκλησία και όχι υπακοή στο θέλημα μας και στον Χριστιανισμό που ράβουμε και κόβουμε στα μέτρα μας προσποιούμενοι τους ζηλωτές. Είναι γεγονός πως οι άνθρωποι του καιρού μας αδυνατούν να κατανοήσουν το νόημα της ασκήσεως στη ζωή μας. Ακόμη και στον μοναχικό βίο παρατηρούνται φαινόμενα απομακρύνσεως από το ασκητικό ήθος Εκκλησίας μας.

   Αυτή την άσκηση ως τρόπο ζωής μας δίδαξαν οι Άγιοι της Εκκλησίας μας. Άγιοι της ερήμου αλλά και Άγιοι που έζησαν δίπλα μας όπως ο όσιος Άθανάσιος Χαμακιώτης και ο Γέρων Ευσέβιος Γιαννακάκης πνευματικά αναστήματα της Ιστορικής Μονής της Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων. Και η ζωή τους δεν απευθύνεται μόνο σε εμάς που επιλέξαμε να μονάσουμε και να αφιερώσουμε την ζωή μας εξ ολοκλήρου στον Χριστό. Αλλά το παράδειγμά τους απευθύνεται προς όλους τους ανθρώπους που επιθυμούν να βρεθούν σε κοινωνία με τον Θεό, να βρεθούν πίσω στον Παράδεισο. Εμείς το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να μελετήσουμε τις ζωές τους και να προσπαθήσουμε να αντιγράψουμε τα πνευματικά τους παλαίσματα ώστε να αρέσουμε στον Εσταυρωμένο και Αναστάντα Κύριο μας. Αμήν!

 

      

 

 

 

 

e-shop

eshop.png

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΗΣΤΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ

  • Διεύθυνση: Ρωμανιώλη 41, Αίγιο
  • Τηλέφωνα: 26910-21776 & 26910-21777
  • Φαξ: 26910-60127
  • E-mail: imkaigial@gmail.com

Στατιστικά

  • Εμφανίσεις Άρθρων 633102