ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Β' ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Βρισκόμαστε στη δεύτερη Κυριακή των ευαγγελικών περικοπών του Ματθαίου. Την προηγούμενη Κυριακή είδαμε ότι έχει μεγάλη σημασία για την πνευματική μας ζωή να προτάσσουμε τον Χριστό ακόμα και από τους γονείς και τους συγγενείς μας και να Τον ομολογούμε ενώπιον των ανθρώπων. Ένα τέτοιο παράδειγμα αφοσίωσης αποτελεί και η σημερινή ευαγγελική περικοπή, κατά την οποία ο Ευαγγελιστής Ματθαίος μας περιγράφει την κλήση των πρώτων Αποστόλων.
Ο Κύριος περπατά στην ακρογιαλιά της Γαλιλαίας. Εκεί βλέπει δύο αδελφούς, τον Σίμωνα, τον οποίο αργότερα τον ονόμασε Πέτρο και τον Ανδρέα τον αδελφό του, οι οποίοι έριχναν δίχτυα στη λίμνη, επειδή ήταν ψαράδες.
“Ακολουθήστε με, και θα σας κάνω αλιείς ανθρώπων” τους λέει ο Κύριος κι εκείνοι, δίχως δεύτερη σκέψη, παράτησαν τα δίχτυα μέσα στο νερό, και Τον ακολούθησαν. Αφού προχώρησε πιο κει, είδε άλλους δυο αδελφούς, τον Ιάκωβο τον γυιό του Ζεβεδαίου και τον Ιωάννη τον αδελφό του, να ετοιμάζουν τα δίχτυα τους μέσα στο πλοίο μαζί με τον πατέρα τους Ζεβεδαίο. Και τους κάλεσε κοντά του. Κι αυτοί αμέσως άφησαν το πλοίο και τον πατέρα τους και Τον ακολούθησαν.
Κι οι τέσσερις ψαράδες άφησαν αμέσως τα πάντα. Πόση προθυμία και αυταπάρνηση έδειξαν στην κλήση του Χριστού! Πόση πίστη και υπακοή! Δεν ανέβαλαν την απόφασή τους για άλλη φορά. Δεν ζήτησαν προθεσμία για να δώσουν κάποια απάντηση. Δεν σκέφθηκαν να πάνε πρώτα στα σπίτια τους και να συζητήσουν με τους δικούς τους. Άφησαν και τους γονείς τους και ό,τι άλλο είχαν. Τα πλοία και τα δίχτυα τους ήταν όλη τους η περιουσία. Και την αφήνουν. Μένουν χωρίς τίποτε. Αυτοί και ο Χριστός! Και Τον ακολουθούν. Και γίνονται μόνιμοι μαθητές του. Αποφασισμένοι να ακολουθήσουν τον Κύριο όπου τους καλέσει.
Ο Κύριος ζητούσε μαθητές, οι οποίοι, απερίσπαστοι από κάθε άλλη μέριμνα, θα διδάσκονταν κοντά Του για να γίνουν Απόστολοι, αξιόπιστοι μάρτυρες της ζωής και του απολυτρωτικού έργου Του, στύλοι της Εκκλησίας Του. Θα αποστέλλονταν να αλλάξουν τον κόσμο, έτοιμοι να υπομείνουν ακόμη και τον θάνατο για τον Κύριο και το Ευαγγέλιο.
Καμία ανθρώπινη δύναμη δεν ήταν δυνατόν να κερδίσει τις καρδιές τους, να τους πείσει να εγκαταλείψουν τις συνήθειές τους, να αφήσουν τη ζωή των παθών και να ζήσουν, τη ζωή της αρετής και της αγιότητος. Αυτὸ το έργο θα το επιτελούσε ούσιαστικά το Άγιο Πνεύμα. Απλώς έπρεπε να βρεθούν άνθρωποι κατάλληλοι να γίνουν φορείς της Θείας Χάριτος.
Ο Κύριος ζήτησε ανθρώπους με απλή και ταπεινή καρδιά, με καθαρότητα και αγνή προαίρεση, όπως ήταν αυτοί οι Γαλιλαίοι ψαράδες. Γιατί σε τέτοιες καρδιὲς αναπαύεται το Πνεύμα το Άγιο, και τέτοιοι άνθρωποι γίνονται εκλεκτά σκεύη της Χάριτος, άξιοι να φανερώνουν με τη ζωή και τον λόγο τους τα μεγαλεία του Θεού.
Οι γραμματείς και οι φαρισαίοι μπορεί να γνώριζαν το Νόμο, ωστόσο η υπερηφάνεια τους και η ασφάλεια που ένοιωθαν εξαιτίας των γνώσεών τους και της διακεκριμένης θέσης τους στην εβραϊκή κοινωνία, δεν τους επέτρεψε να αναγνωρίσουν στο πρόσωπο του Ιησού τον Λυτρωτή του κόσμου, τον αναμενόμενο Μεσσία. Διέθεταν γνώση, αλλά τους έλλειπε η αληθινή πίστη. Ένιωθαν τέλειοι, και γιαυτό δεν ήταν διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν την ατομική τους ασφάλεια και να διακινδυνεύσουν να γίνουν οπαδοί μιας νέας διδασκαλίας, η οποία ασφαλώς απαιτούσε αγώνα. Εγκλωβισμένοι μέσα στην τυπολατρία και την υποκρισία, δεν διέθεταν την καθαρότητα της καρδιάς, ώστε να δουν και να αναγνωρίσουν την Αλήθεια. Και για την κατάστασή τους αυτή δεν ευθύνεται ασφαλώς η μελέτη και η γνώση των Γραφών, αλλά η αυτοεκτίμηση και ο εγωισμός τον οποίο είχαν καλλιεργήσει μέσα τους με αφορμή την υπεροχή τους έναντι των άλλων, των ταπεινών συνανθρώπων τους. Γι αυτό και ο Χριστός καλεί τους ταπεινούς ψαράδες, οι οποίοι αν και δεν έχουν τα εφόδια των φαρισαίων, διαθέτουν την απλότητα, την καθαρότητα, την ευθυκρισία και την ταπείνωση, στοιχεία απαραίτητα για να δεχτούν το μήνυμα του Ευαγγελίου. Εξαιτίας πάλι της φύσεως του επαγγέλματός τους, έχουν μάθει να μη θεωρούν τίποτα ως δεδομένο και να εμπιστεύονται την πρόνοια του Θεού.
Στη σύγχρονη κοινωνία μας, περισσότερο από ότι κατά το παρελθόν, οι άνθρωποι φροντίζουμε να εξασφαλίσουμε την προσωπική μας άνεση, το βόλεμά μας σε κάθε επίπεδο, ακόμη και στον τρόπο με τον οποίο ασκούμε την θρησκευτικότητά μας. Γι αυτό και συχνά δεν είμαστε πρόθυμοι να ακολουθήσουμε τον δρόμο της ασκήσεως που η Εκκλησία ανέκαθεν υποδεικνύει σε κάθε πιστό. Αρκούμαστε στα λίγα, στην ημιμάθεια, στην αποφυγή κάθε πνευματικής προσπάθειας. Και λησμονούμε ότι αν θέλουμε να είμαστε και να λεγόμαστε αληθινοί μαθητές του Χριστού, τότε οφείλουμε να εγκαταλείψουμε τα πάντα και να Τον ακολουθήσουμε, στο δρόμο που οδηγεί στο Γολγοθά και στην Ανάσταση. Αμήν.
Του Αρχιμανδρίτου π. Ιερόθεου Παπαθανασίου
Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Παμμεγίστων Ταξιαρχών